헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεταπέταμαι

-μι 무어간모음 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεταπέταμαι μεταπτήσομαι μετεπτάμην

형태분석: μετα (접두사) + πέτα (어간) + μαι (인칭어미)

  1. 날아가다, 날아서 떠나다
  1. to fly to another place, fly away

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταπέταμαι

(나는) 날아간다

μεταπέτασαι

(너는) 날아간다

μεταπέταται

(그는) 날아간다

쌍수 μεταπέτασθον

(너희 둘은) 날아간다

μεταπέτασθον

(그 둘은) 날아간다

복수 μεταπετάμεθα

(우리는) 날아간다

μεταπέτασθε

(너희는) 날아간다

μεταπέτανται

(그들은) 날아간다

접속법단수 μεταπέτωμαι

(나는) 날아가자

μεταπέτῃ

(너는) 날아가자

μεταπέτηται

(그는) 날아가자

쌍수 μεταπέτησθον

(너희 둘은) 날아가자

μεταπέτησθον

(그 둘은) 날아가자

복수 μεταπετώμεθα

(우리는) 날아가자

μεταπέτησθε

(너희는) 날아가자

μεταπέτωνται

(그들은) 날아가자

기원법단수 μεταπεταῖμην

(나는) 날아가기를 (바라다)

μεταπέταιο

(너는) 날아가기를 (바라다)

μεταπέταιτο

(그는) 날아가기를 (바라다)

쌍수 μεταπέταισθον

(너희 둘은) 날아가기를 (바라다)

μεταπεταῖσθην

(그 둘은) 날아가기를 (바라다)

복수 μεταπεταῖμεθα

(우리는) 날아가기를 (바라다)

μεταπέταισθε

(너희는) 날아가기를 (바라다)

μεταπέταιντο

(그들은) 날아가기를 (바라다)

명령법단수 μεταπέτασο

(너는) 날아가라

μεταπετάσθω

(그는) 날아가라

쌍수 μεταπέτασθον

(너희 둘은) 날아가라

μεταπετάσθων

(그 둘은) 날아가라

복수 μεταπέτασθε

(너희는) 날아가라

μεταπετάσθων

(그들은) 날아가라

부정사 μεταπέτασθαι

날아가는 것

분사 남성여성중성
μεταπεταμενος

μεταπεταμενου

μεταπεταμενη

μεταπεταμενης

μεταπεταμενον

μεταπεταμενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταπτήσομαι

(나는) 날아가겠다

μεταπτήσει, μεταπτήσῃ

(너는) 날아가겠다

μεταπτήσεται

(그는) 날아가겠다

쌍수 μεταπτήσεσθον

(너희 둘은) 날아가겠다

μεταπτήσεσθον

(그 둘은) 날아가겠다

복수 μεταπτησόμεθα

(우리는) 날아가겠다

μεταπτήσεσθε

(너희는) 날아가겠다

μεταπτήσονται

(그들은) 날아가겠다

기원법단수 μεταπτησοίμην

(나는) 날아가겠기를 (바라다)

μεταπτήσοιο

(너는) 날아가겠기를 (바라다)

μεταπτήσοιτο

(그는) 날아가겠기를 (바라다)

쌍수 μεταπτήσοισθον

(너희 둘은) 날아가겠기를 (바라다)

μεταπτησοίσθην

(그 둘은) 날아가겠기를 (바라다)

복수 μεταπτησοίμεθα

(우리는) 날아가겠기를 (바라다)

μεταπτήσοισθε

(너희는) 날아가겠기를 (바라다)

μεταπτήσοιντο

(그들은) 날아가겠기를 (바라다)

부정사 μεταπτήσεσθαι

날아갈 것

분사 남성여성중성
μεταπτησομενος

μεταπτησομενου

μεταπτησομενη

μεταπτησομενης

μεταπτησομενον

μεταπτησομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεπετάμην

(나는) 날아가고 있었다

μετεπέτω, μετεπέτασο

(너는) 날아가고 있었다

μετεπέτατο

(그는) 날아가고 있었다

쌍수 μετεπέτασθον

(너희 둘은) 날아가고 있었다

μετεπετάσθην

(그 둘은) 날아가고 있었다

복수 μετεπετάμεθα

(우리는) 날아가고 있었다

μετεπέτασθε

(너희는) 날아가고 있었다

μετεπέταντο

(그들은) 날아가고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεπτάμην

(나는) 날아갔다

μετέπτω

(너는) 날아갔다

μετέπτατο

(그는) 날아갔다

쌍수 μετέπτασθον

(너희 둘은) 날아갔다

μετεπτάσθην

(그 둘은) 날아갔다

복수 μετεπτάμεθα

(우리는) 날아갔다

μετέπτασθε

(너희는) 날아갔다

μετέπταντο

(그들은) 날아갔다

접속법단수 μεταπτώμαι

(나는) 날아갔자

μεταπτῄ

(너는) 날아갔자

μεταπτήται

(그는) 날아갔자

쌍수 μεταπτήσθον

(너희 둘은) 날아갔자

μεταπτήσθον

(그 둘은) 날아갔자

복수 μεταπτώμεθα

(우리는) 날아갔자

μεταπτήσθε

(너희는) 날아갔자

μεταπτώνται

(그들은) 날아갔자

기원법단수 μεταπτίμην

(나는) 날아갔기를 (바라다)

μεταπτίο

(너는) 날아갔기를 (바라다)

μεταπτίτο

(그는) 날아갔기를 (바라다)

쌍수 μεταπτίσθον

(너희 둘은) 날아갔기를 (바라다)

μεταπτίσθην

(그 둘은) 날아갔기를 (바라다)

복수 μεταπτίμεθα

(우리는) 날아갔기를 (바라다)

μεταπτίσθε

(너희는) 날아갔기를 (바라다)

μεταπτίντο

(그들은) 날아갔기를 (바라다)

명령법단수 μεταπταί

(너는) 날아갔어라

μεταπτάσθω

(그는) 날아갔어라

쌍수 μεταπτάσθον

(너희 둘은) 날아갔어라

μεταπτάσθων

(그 둘은) 날아갔어라

복수 μεταπτάσθε

(너희는) 날아갔어라

μεταπτάσθων

(그들은) 날아갔어라

부정사 μεταπτέσθαι

날아갔는 것

분사 남성여성중성
μεταπταμενος

μεταπταμενου

μεταπταμενη

μεταπταμενης

μεταπταμενον

μεταπταμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 날아가다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION