헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεθαρμόζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεθαρμόζω μεθαρμόσω

형태분석: μετ (접두사) + ἁρμόζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 고치다, 맞다, 억제하다, 교정하다, 회복시키다
  1. to dispose differently, to correct, to dispose for oneself, adopt new

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεθαρμόζω

(나는) 고친다

μεθαρμόζεις

(너는) 고친다

μεθαρμόζει

(그는) 고친다

쌍수 μεθαρμόζετον

(너희 둘은) 고친다

μεθαρμόζετον

(그 둘은) 고친다

복수 μεθαρμόζομεν

(우리는) 고친다

μεθαρμόζετε

(너희는) 고친다

μεθαρμόζουσιν*

(그들은) 고친다

접속법단수 μεθαρμόζω

(나는) 고치자

μεθαρμόζῃς

(너는) 고치자

μεθαρμόζῃ

(그는) 고치자

쌍수 μεθαρμόζητον

(너희 둘은) 고치자

μεθαρμόζητον

(그 둘은) 고치자

복수 μεθαρμόζωμεν

(우리는) 고치자

μεθαρμόζητε

(너희는) 고치자

μεθαρμόζωσιν*

(그들은) 고치자

기원법단수 μεθαρμόζοιμι

(나는) 고치기를 (바라다)

μεθαρμόζοις

(너는) 고치기를 (바라다)

μεθαρμόζοι

(그는) 고치기를 (바라다)

쌍수 μεθαρμόζοιτον

(너희 둘은) 고치기를 (바라다)

μεθαρμοζοίτην

(그 둘은) 고치기를 (바라다)

복수 μεθαρμόζοιμεν

(우리는) 고치기를 (바라다)

μεθαρμόζοιτε

(너희는) 고치기를 (바라다)

μεθαρμόζοιεν

(그들은) 고치기를 (바라다)

명령법단수 μεθάρμοζε

(너는) 고쳐라

μεθαρμοζέτω

(그는) 고쳐라

쌍수 μεθαρμόζετον

(너희 둘은) 고쳐라

μεθαρμοζέτων

(그 둘은) 고쳐라

복수 μεθαρμόζετε

(너희는) 고쳐라

μεθαρμοζόντων, μεθαρμοζέτωσαν

(그들은) 고쳐라

부정사 μεθαρμόζειν

고치는 것

분사 남성여성중성
μεθαρμοζων

μεθαρμοζοντος

μεθαρμοζουσα

μεθαρμοζουσης

μεθαρμοζον

μεθαρμοζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεθαρμόζομαι

(나는) 고쳐진다

μεθαρμόζει, μεθαρμόζῃ

(너는) 고쳐진다

μεθαρμόζεται

(그는) 고쳐진다

쌍수 μεθαρμόζεσθον

(너희 둘은) 고쳐진다

μεθαρμόζεσθον

(그 둘은) 고쳐진다

복수 μεθαρμοζόμεθα

(우리는) 고쳐진다

μεθαρμόζεσθε

(너희는) 고쳐진다

μεθαρμόζονται

(그들은) 고쳐진다

접속법단수 μεθαρμόζωμαι

(나는) 고쳐지자

μεθαρμόζῃ

(너는) 고쳐지자

μεθαρμόζηται

(그는) 고쳐지자

쌍수 μεθαρμόζησθον

(너희 둘은) 고쳐지자

μεθαρμόζησθον

(그 둘은) 고쳐지자

복수 μεθαρμοζώμεθα

(우리는) 고쳐지자

μεθαρμόζησθε

(너희는) 고쳐지자

μεθαρμόζωνται

(그들은) 고쳐지자

기원법단수 μεθαρμοζοίμην

(나는) 고쳐지기를 (바라다)

μεθαρμόζοιο

(너는) 고쳐지기를 (바라다)

μεθαρμόζοιτο

(그는) 고쳐지기를 (바라다)

쌍수 μεθαρμόζοισθον

(너희 둘은) 고쳐지기를 (바라다)

μεθαρμοζοίσθην

(그 둘은) 고쳐지기를 (바라다)

복수 μεθαρμοζοίμεθα

(우리는) 고쳐지기를 (바라다)

μεθαρμόζοισθε

(너희는) 고쳐지기를 (바라다)

μεθαρμόζοιντο

(그들은) 고쳐지기를 (바라다)

명령법단수 μεθαρμόζου

(너는) 고쳐져라

μεθαρμοζέσθω

(그는) 고쳐져라

쌍수 μεθαρμόζεσθον

(너희 둘은) 고쳐져라

μεθαρμοζέσθων

(그 둘은) 고쳐져라

복수 μεθαρμόζεσθε

(너희는) 고쳐져라

μεθαρμοζέσθων, μεθαρμοζέσθωσαν

(그들은) 고쳐져라

부정사 μεθαρμόζεσθαι

고쳐지는 것

분사 남성여성중성
μεθαρμοζομενος

μεθαρμοζομενου

μεθαρμοζομενη

μεθαρμοζομενης

μεθαρμοζομενον

μεθαρμοζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεθῆρμοζον

(나는) 고치고 있었다

μεθῆρμοζες

(너는) 고치고 있었다

μεθῆρμοζεν*

(그는) 고치고 있었다

쌍수 μεθήρμοζετον

(너희 둘은) 고치고 있었다

μεθηρμο͂ζετην

(그 둘은) 고치고 있었다

복수 μεθήρμοζομεν

(우리는) 고치고 있었다

μεθήρμοζετε

(너희는) 고치고 있었다

μεθῆρμοζον

(그들은) 고치고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεθηρμο͂ζομην

(나는) 고쳐지고 있었다

μεθήρμοζου

(너는) 고쳐지고 있었다

μεθήρμοζετο

(그는) 고쳐지고 있었다

쌍수 μεθήρμοζεσθον

(너희 둘은) 고쳐지고 있었다

μεθηρμο͂ζεσθην

(그 둘은) 고쳐지고 있었다

복수 μεθηρμο͂ζομεθα

(우리는) 고쳐지고 있었다

μεθήρμοζεσθε

(너희는) 고쳐지고 있었다

μεθήρμοζοντο

(그들은) 고쳐지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ τοίνυν μέγιστον μὲν οἱ φιλόσοφοι φρονοῦσιν ἐπὶ τῷ τὰ σκληρὰ καὶ ἀπαίδευτα τῶν ἠθῶν ἐξημεροῦν καὶ μεθαρμόζειν, μυρία δὲ φαίνεται γένη καὶ φύσεισ θηριώδεισ μεταβαλὼν Ἀλέξανδροσ, εἰκότωσ ἂν φιλοσοφώτατοσ νομίζοιτο. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 1, section 5 5:1)

    (플루타르코스, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 1, section 5 5:1)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION