εἰσβιάζομαι
비축약 동사;
이상동사
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
εἰσβιάζομαι
형태분석:
εἰς
(접두사)
+
βιάζ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- 싣다
- to force one's way into
- to force oneself into, ship
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καθ’ ἑκάστην δὲ τὴν νύκτα ὁ μὲν στενωπὸσ ἡμῶν ἐνεπίμπλατο μεθυόντων ἐραστῶν κωμαζόντων ἐπ’ αὐτὴν καὶ κοπτόντων τὴν θύραν, ἐνίων δὲ καὶ εἰσβιάζεσθαι σὺν οὐδενὶ κόσμῳ τολμώντων. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 31:3)
(루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 31:3)
- μετὰ δὲ ταῦτα οἵ τε Βοιωτοὶ καὶ Ἀθηναῖοι, πρὸσ δὲ τούτοισ Ἀργεῖοι καὶ Κορίνθιοι πάσῃ τῇ δυνάμει παρελθόντεσ εἰσ τὸ Λέχαιον, τὸ μὲν πρῶτον πολιορκήσαντεσ τὸ χωρίον τὸ ἐντὸσ τοῦ διατειχίσματοσ εἰσεβιάζοντο· (Diodorus Siculus, Library, book xiv, chapter 86 5:1)
(디오도로스 시켈로스, Library, book xiv, chapter 86 5:1)
- στρατεύσασ δ’ ἐπὶ Κόρινθον, καὶ τῶν Κορινθίων ἐπεξελθόντων νικήσασ μάχῃ, τούτουσ μὲν ἐντὸσ τῶν τειχῶν συνεδίωξε, τῶν δὲ Βοιωτῶν διὰ τὴν εὐημερίαν μετεωρισθέντων, καί τινων προχείρωσ τολμησάντων διὰ τῆσ πύλησ εἰσ τὴν πόλιν εἰσβιάζεσθαι, οἱ μὲν Κορίνθιοι δείσαντεσ ἐτράπησαν εἰσ τὰσ οἰκίασ, Χαβρίασ δ’ ὁ τῶν Ἀθηναίων στρατηγὸσ ἐμφρόνωσ ἅμα καὶ τεθαρρηκότωσ ὑποστὰσ τοὺσ μὲν ἐξέβαλεν ἐκ τῆσ πόλεωσ, πολλοὺσ δὲ τῶν Βοιωτῶν κατέβαλεν. (Diodorus Siculus, Library, book xv, chapter 68 9:2)
(디오도로스 시켈로스, Library, book xv, chapter 68 9:2)
- ἐπεὶ δὲ ὁ βασιλεὺσ φιλοτιμότερον ταῖσ τε μηχαναῖσ ἐσάλευε τὰ τείχη καὶ τὴν πολιορκίαν ἐνεργεστάτην ἐποιεῖτο κατὰ γῆν ἅμα καὶ κατὰ θάλατταν οἵ τε Μακεδόνεσ διὰ τῶν πιπτόντων τειχῶν εἰσεβιάζοντο, τηνικαῦτα κατισχυόμενοι πρὸσ φυγὴν ἐτράποντο. (Diodorus Siculus, Library, book xvii, chapter 22 3:1)
(디오도로스 시켈로스, Library, book xvii, chapter 22 3:1)
유의어
-
to force one's way into
파생어
- ἀποβιάζομαι (to force away, to be forced away or back, to use force)
- βιάζω (묶다, 강요하다, 억지로 시키다)
- ἐκβιάζω (to force out, forced from)
- καταβιάζομαι (묶다, 강요하다)
- παραβιάζομαι (to use violence to)
- προβιάζομαι (강요하다, 잘라내다, 자르다)
- προσβιάζομαι (강요하다, 묶다, 억지로 시키다)
- συμβιάζομαι (to be forced together, to be reduced or extorted by force)