헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπαλείφω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀπαλείφω

형태분석: ἀπ (접두사) + ἀλείφ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 닦아내다, 닦다, 훔쳐내다, 깨끗하게 하다
  1. to wipe off, expunge, to cancel

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπαλείφω

(나는) 닦아낸다

ἀπαλείφεις

(너는) 닦아낸다

ἀπαλείφει

(그는) 닦아낸다

쌍수 ἀπαλείφετον

(너희 둘은) 닦아낸다

ἀπαλείφετον

(그 둘은) 닦아낸다

복수 ἀπαλείφομεν

(우리는) 닦아낸다

ἀπαλείφετε

(너희는) 닦아낸다

ἀπαλείφουσιν*

(그들은) 닦아낸다

접속법단수 ἀπαλείφω

(나는) 닦아내자

ἀπαλείφῃς

(너는) 닦아내자

ἀπαλείφῃ

(그는) 닦아내자

쌍수 ἀπαλείφητον

(너희 둘은) 닦아내자

ἀπαλείφητον

(그 둘은) 닦아내자

복수 ἀπαλείφωμεν

(우리는) 닦아내자

ἀπαλείφητε

(너희는) 닦아내자

ἀπαλείφωσιν*

(그들은) 닦아내자

기원법단수 ἀπαλείφοιμι

(나는) 닦아내기를 (바라다)

ἀπαλείφοις

(너는) 닦아내기를 (바라다)

ἀπαλείφοι

(그는) 닦아내기를 (바라다)

쌍수 ἀπαλείφοιτον

(너희 둘은) 닦아내기를 (바라다)

ἀπαλειφοίτην

(그 둘은) 닦아내기를 (바라다)

복수 ἀπαλείφοιμεν

(우리는) 닦아내기를 (바라다)

ἀπαλείφοιτε

(너희는) 닦아내기를 (바라다)

ἀπαλείφοιεν

(그들은) 닦아내기를 (바라다)

명령법단수 ἀπάλειφε

(너는) 닦아내어라

ἀπαλειφέτω

(그는) 닦아내어라

쌍수 ἀπαλείφετον

(너희 둘은) 닦아내어라

ἀπαλειφέτων

(그 둘은) 닦아내어라

복수 ἀπαλείφετε

(너희는) 닦아내어라

ἀπαλειφόντων, ἀπαλειφέτωσαν

(그들은) 닦아내어라

부정사 ἀπαλείφειν

닦아내는 것

분사 남성여성중성
ἀπαλειφων

ἀπαλειφοντος

ἀπαλειφουσα

ἀπαλειφουσης

ἀπαλειφον

ἀπαλειφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπαλείφομαι

(나는) 닦아내여진다

ἀπαλείφει, ἀπαλείφῃ

(너는) 닦아내여진다

ἀπαλείφεται

(그는) 닦아내여진다

쌍수 ἀπαλείφεσθον

(너희 둘은) 닦아내여진다

ἀπαλείφεσθον

(그 둘은) 닦아내여진다

복수 ἀπαλειφόμεθα

(우리는) 닦아내여진다

ἀπαλείφεσθε

(너희는) 닦아내여진다

ἀπαλείφονται

(그들은) 닦아내여진다

접속법단수 ἀπαλείφωμαι

(나는) 닦아내여지자

ἀπαλείφῃ

(너는) 닦아내여지자

ἀπαλείφηται

(그는) 닦아내여지자

쌍수 ἀπαλείφησθον

(너희 둘은) 닦아내여지자

ἀπαλείφησθον

(그 둘은) 닦아내여지자

복수 ἀπαλειφώμεθα

(우리는) 닦아내여지자

ἀπαλείφησθε

(너희는) 닦아내여지자

ἀπαλείφωνται

(그들은) 닦아내여지자

기원법단수 ἀπαλειφοίμην

(나는) 닦아내여지기를 (바라다)

ἀπαλείφοιο

(너는) 닦아내여지기를 (바라다)

ἀπαλείφοιτο

(그는) 닦아내여지기를 (바라다)

쌍수 ἀπαλείφοισθον

(너희 둘은) 닦아내여지기를 (바라다)

ἀπαλειφοίσθην

(그 둘은) 닦아내여지기를 (바라다)

복수 ἀπαλειφοίμεθα

(우리는) 닦아내여지기를 (바라다)

ἀπαλείφοισθε

(너희는) 닦아내여지기를 (바라다)

ἀπαλείφοιντο

(그들은) 닦아내여지기를 (바라다)

명령법단수 ἀπαλείφου

(너는) 닦아내여져라

ἀπαλειφέσθω

(그는) 닦아내여져라

쌍수 ἀπαλείφεσθον

(너희 둘은) 닦아내여져라

ἀπαλειφέσθων

(그 둘은) 닦아내여져라

복수 ἀπαλείφεσθε

(너희는) 닦아내여져라

ἀπαλειφέσθων, ἀπαλειφέσθωσαν

(그들은) 닦아내여져라

부정사 ἀπαλείφεσθαι

닦아내여지는 것

분사 남성여성중성
ἀπαλειφομενος

ἀπαλειφομενου

ἀπαλειφομενη

ἀπαλειφομενης

ἀπαλειφομενον

ἀπαλειφομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπῆλειφον

(나는) 닦아내고 있었다

ἀπῆλειφες

(너는) 닦아내고 있었다

ἀπῆλειφεν*

(그는) 닦아내고 있었다

쌍수 ἀπήλειφετον

(너희 둘은) 닦아내고 있었다

ἀπηλεῖφετην

(그 둘은) 닦아내고 있었다

복수 ἀπήλειφομεν

(우리는) 닦아내고 있었다

ἀπήλειφετε

(너희는) 닦아내고 있었다

ἀπῆλειφον

(그들은) 닦아내고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπηλεῖφομην

(나는) 닦아내여지고 있었다

ἀπήλειφου

(너는) 닦아내여지고 있었다

ἀπήλειφετο

(그는) 닦아내여지고 있었다

쌍수 ἀπήλειφεσθον

(너희 둘은) 닦아내여지고 있었다

ἀπηλεῖφεσθην

(그 둘은) 닦아내여지고 있었다

복수 ἀπηλεῖφομεθα

(우리는) 닦아내여지고 있었다

ἀπήλειφεσθε

(너희는) 닦아내여지고 있었다

ἀπήλειφοντο

(그들은) 닦아내여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πλὴν ἅπαξ ποτὲ Ἀντιπάτρου μακρὰν κατ’ αὐτῆσ γράψαντοσ ἐπιστολήν ἀναγνοὺσ ἀγνοεῖν εἶπεν Ἀντίπατρον ὅτι μυρίασ ἐπιστολὰσ ἓν δάκρυον ἀπαλείφει μητρόσ. (Plutarch, Alexander, chapter 39 7:2)

    (플루타르코스, Alexander, chapter 39 7:2)

  • ἀκούω τοίνυν αὐτοὺσ κἀκεῖνον ὑμῖν μέλλειν δεικνύναι τὸν νόμον, ὃσ ἀπαλείφειν κελεύει τοῖσ ἐγγεγραμμένοισ ἀπὸ τοῦ ὀφλήματοσ καθ’ ὅ τι ἂν ἐκτίνῃ, καὶ ἐρήσεσθαι πῶσ ἀπὸ τοῦ μηδ’ ἐγγεγραμμένου ἀπαλείψουσιν, ὥσπερ οὐ περὶ μὲν τῶν ἐγγεγραμμένων τοῦτον κείμενον, περὶ δὲ τῶν μὴ ἐγγεγραμμένων ὀφειλόντων δ’ ἐκεῖνον, ὃσ κελεύει ἀπ’ ἐκείνησ ὀφείλειν τῆσ ἡμέρασ, ἀφ’ ἧσ ἂν ὄφλῃ ἢ παραβῇ τὸν νόμον ἢ τὸ ψήφισμα. (Demosthenes, Speeches 51-61, 77:1)

    (데모스테네스, Speeches 51-61, 77:1)

  • τότ’ οὖν αὐτὸν ἔδει ταῦτ’ ἀπαλείφειν κελεύειν ἃ νῦν οὐ φήσει μεμαρτυρηκέναι, οὐ νῦν ἐνόντων ἀναισχυντεῖν. (Demosthenes, Speeches 41-50, 67:3)

    (데모스테네스, Speeches 41-50, 67:3)

  • τί οὖν οὐ τότ’ ἀπηλείφου; (Demosthenes, Speeches 41-50, 130:4)

    (데모스테네스, Speeches 41-50, 130:4)

  • οὐκοῦν ἢ ’κεῖν’ ἀπαλείφειν προσῆκεν, ἢ ταῦθ’ ὑπ’ ἐκείνων ἐξελήλεγκται. (Aristides, Aelius, Orationes, 86:2)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 86:2)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION