- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κολετράω?

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: koletraō 고전 발음: [꼴레라오:] 신약 발음: [꼴래라오]

기본형: κολετράω

형태분석: κολετρά (어간) + ω (인칭어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. to trample on

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κολέτρω

κολέτρᾳς

κολέτρᾳ

쌍수 κολέτρατον

κολέτρατον

복수 κολέτρωμεν

κολέτρατε

κολέτρωσι(ν)

접속법단수 κολέτρω

κολέτρῃς

κολέτρῃ

쌍수 κολέτρητον

κολέτρητον

복수 κολέτρωμεν

κολέτρητε

κολέτρωσι(ν)

기원법단수 κολέτρῳμι

κολέτρῳς

κολέτρῳ

쌍수 κολέτρῳτον

κολετρῷτην

복수 κολέτρῳμεν

κολέτρῳτε

κολέτρῳεν

명령법단수 κολε῀τρα

κολετρᾶτω

쌍수 κολέτρατον

κολετρᾶτων

복수 κολέτρατε

κολετρῶντων, κολετρᾶτωσαν

부정사 κολέτραν

분사 남성여성중성
κολετρων

κολετρωντος

κολετρωσα

κολετρωσης

κολετρων

κολετρωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κολέτρωμαι

κολέτρᾳ

κολέτραται

쌍수 κολέτρασθον

κολέτρασθον

복수 κολετρῶμεθα

κολέτρασθε

κολέτρωνται

접속법단수 κολέτρωμαι

κολέτρῃ

κολέτρηται

쌍수 κολέτρησθον

κολέτρησθον

복수 κολετρώμεθα

κολέτρησθε

κολέτρωνται

기원법단수 κολετρῷμην

κολέτρῳο

κολέτρῳτο

쌍수 κολέτρῳσθον

κολετρῷσθην

복수 κολετρῷμεθα

κολέτρῳσθε

κολέτρῳντο

명령법단수 κολέτρω

κολετρᾶσθω

쌍수 κολέτρασθον

κολετρᾶσθων

복수 κολέτρασθε

κολετρᾶσθων, κολετρᾶσθωσαν

부정사 κολέτρασθαι

분사 남성여성중성
κολετρωμενος

κολετρωμενου

κολετρωμενη

κολετρωμενης

κολετρωμενον

κολετρωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to trample on

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION