Ancient Greek-English Dictionary Language

혹시 다음 단어를 찾고 계신가요? σάβανον σάν πίσινον
Σισύφειος
(Adjective),
Σίσυφος
(Noun), the craftiest
σίσυμβρον
(Noun), mint or thyme
σισύρα
(Noun), a cloak of goats-hair
σισυριγχίον
(Noun), 붓꽃, 홍채
σίσυρνα
(Noun), a garment of skin
σισυρνοφόρος
(Adjective), wearing a coat
σιταγωγέω
(Verb), to convey corn
σιταγωγία
(Noun), conveyance of corn
σιταγωγός
(Adjective), conveying or transporting corn, provision-
σιτέομαι
(Verb), 먹다, 식사하다, 들다##먹다, 먹어치우다, 식사하다
σιτευτός
(Adjective), 지친
σιτεύω
(Verb), 먹다, 먹이다, 먹어치우다, 식사하다, 살찌우다
σιτηγέω
(Verb), to convey or transport corn, to import corn
σιτηγία
(Noun), the conveyance or importation of corn
σιτηγός
(Adjective),
σιτηρέσιον
(Noun), 식량, 생활용품, 비상식량, 배급품
σιτηρός
(Adjective), 곡식의, 옥수수의, 곡물의
σίτησις
(Noun), 양육##음식, 진지
σιτικός
(Adjective), of wheat or corn, lex frumentaria

SEARCH

MENU NAVIGATION