Ancient Greek-English Dictionary Language

혹시 다음 단어를 찾고 계신가요? λογιστής λογισμός λόγιος
λογισμός
(Noun), 계산, 산술, 셈##숫자##논리, 추론, 주장##숙고, 생각, 고려##지혜, 판단력
λογιστέος
(Adjective), one must calculate or subtract
λογιστήριον
(Noun), 장소, 데, 그곳, 군데
λογιστής
(Noun), 계산기##계산기##
λογιστικός
(Adjective), ##당연한, 합리적인, 합당한
λογίζομαι
(Verb), 계산하다, 세다, 헤아리다, 셈하다, 추정하다##고려하다, 숙고하다, 심사숙고하다, 여기다##기대하다, 예상하다, 기다리다##생각하다, 믿다, 가정하다
λογογραφέω
(Verb), to write speeches
λογογραφία
(Noun), 산문
λογογραφικός
(Adjective), of or for writing speeches or prose
λογογράφος
(Noun), a prose-writer, chroniclers##a speech-writer, one who lived by writing speeches
λογολέσχης
(Noun), a prater
λογομαχέω
(Verb), to war about words
λογομαχίᾱ
(Noun), a fight about words
λογομάχος
(Adjective), warring about words.
λογοποιέω
(Verb), 쓰다, 이루다, 작곡하다, 짓다##얽다, 거짓말하다##
λογοποιία
(Noun), tale-telling, news-mongering
λογοποιικός
(Adjective), of or like a logopoio/s
λογοποιός
(Noun), 역사가####
λόγος
(Noun), 말, 이야기, 문장##이유, 계산, 생각, 까닭##설명, 담화##소재, 주제##(기독교) 말씀
λόγου χάρις
(Noun), 비유, 수사적 표현

SEARCH

MENU NAVIGATION