Ancient Greek-English Dictionary Language

ζωροποτέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ζωροποτέω

Structure: ζωροποτέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from zwropo/ths

Sense

  1. to drink sheer wine

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ζωροπότω ζωροπότεις ζωροπότει
Dual ζωροπότειτον ζωροπότειτον
Plural ζωροπότουμεν ζωροπότειτε ζωροπότουσιν*
SubjunctiveSingular ζωροπότω ζωροπότῃς ζωροπότῃ
Dual ζωροπότητον ζωροπότητον
Plural ζωροπότωμεν ζωροπότητε ζωροπότωσιν*
OptativeSingular ζωροπότοιμι ζωροπότοις ζωροπότοι
Dual ζωροπότοιτον ζωροποτοίτην
Plural ζωροπότοιμεν ζωροπότοιτε ζωροπότοιεν
ImperativeSingular ζωροπο͂τει ζωροποτεῖτω
Dual ζωροπότειτον ζωροποτεῖτων
Plural ζωροπότειτε ζωροποτοῦντων, ζωροποτεῖτωσαν
Infinitive ζωροπότειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ζωροποτων ζωροποτουντος ζωροποτουσα ζωροποτουσης ζωροποτουν ζωροποτουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ζωροπότουμαι ζωροπότει, ζωροπότῃ ζωροπότειται
Dual ζωροπότεισθον ζωροπότεισθον
Plural ζωροποτοῦμεθα ζωροπότεισθε ζωροπότουνται
SubjunctiveSingular ζωροπότωμαι ζωροπότῃ ζωροπότηται
Dual ζωροπότησθον ζωροπότησθον
Plural ζωροποτώμεθα ζωροπότησθε ζωροπότωνται
OptativeSingular ζωροποτοίμην ζωροπότοιο ζωροπότοιτο
Dual ζωροπότοισθον ζωροποτοίσθην
Plural ζωροποτοίμεθα ζωροπότοισθε ζωροπότοιντο
ImperativeSingular ζωροπότου ζωροποτεῖσθω
Dual ζωροπότεισθον ζωροποτεῖσθων
Plural ζωροπότεισθε ζωροποτεῖσθων, ζωροποτεῖσθωσαν
Infinitive ζωροπότεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ζωροποτουμενος ζωροποτουμενου ζωροποτουμενη ζωροποτουμενης ζωροποτουμενον ζωροποτουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἔφθιτο δ’ ὡνήρ, ὤνθρωπ’, ἐκ χανδῆσ ζωροποτῶν κύλικοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 482)
  • συλήσασ κεφαλῆσ δὲ διπλοῦν κέρασ, αἰὲν ἐκείνῳ ζωροποτῶν ἐχθροῦ κόμπον ἔχει θανάτου. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 300 1:1)

Synonyms

  1. to drink sheer wine

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION