헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ζήλωσις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ζήλωσις ζήλωσεως

형태분석: ζηλωσι (어간) + ς (어미)

어원: from zhlo/w

  1. 모방, 모조, 열의
  1. emulation, imitation

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ζήλωσις

모방이

ζηλώσει

모방들이

ζηλώσεις

모방들이

속격 ζηλώσεως

모방의

ζηλώσοιν

모방들의

ζηλώσεων

모방들의

여격 ζηλώσει

모방에게

ζηλώσοιν

모방들에게

ζηλώσεσιν*

모방들에게

대격 ζήλωσιν

모방을

ζηλώσει

모방들을

ζηλώσεις

모방들을

호격 ζήλωσι

모방아

ζηλώσει

모방들아

ζηλώσεις

모방들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀφαιρεθήσεται ὁ ζῆλοσ Ἐφραὶμ καὶ οἱ ἐχθροὶ Ἰούδα ἀπολοῦνται. Ἐφραὶμ οὐ ζηλώσει Ἰούδαν, καὶ Ἰούδασ οὐ θλίψει Ἐφραίμ. (Septuagint, Liber Isaiae 11:13)

    (70인역 성경, 이사야서 11:13)

  • εἰ δέ κε ἐργάζῃ, τάχα σε ζηλώσει ἀεργὸσ πλουτεῦντα· (Hesiod, Works and Days, Book WD 36:11)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 36:11)

  • φοβερόσ τε ἅπασιν ἦν ἄγων καὶ φέρων τοὺσ προστυγχάνοντασ ἐπιθυμίᾳ μειζόνων πραγμάτων καὶ ζηλώσει βασιλείου τιμῆσ, οὐκ ἀρετῆσ ἐμπειρίᾳ τοῦ δὲ ὑβρίζειν περιουσίᾳ κτήσεσθαι προσδοκῶν τὸ ἐντεῦθεν γέρασ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 17 326:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 17 326:1)

유의어

  1. 모방

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION