Ancient Greek-English Dictionary Language

ψιθυρίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ψιθυρίζω

Structure: ψιθυρίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: yi/quros

Sense

  1. to whisper, say into the ear, whispers

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ψιθυρίζω ψιθυρίζεις ψιθυρίζει
Dual ψιθυρίζετον ψιθυρίζετον
Plural ψιθυρίζομεν ψιθυρίζετε ψιθυρίζουσιν*
SubjunctiveSingular ψιθυρίζω ψιθυρίζῃς ψιθυρίζῃ
Dual ψιθυρίζητον ψιθυρίζητον
Plural ψιθυρίζωμεν ψιθυρίζητε ψιθυρίζωσιν*
OptativeSingular ψιθυρίζοιμι ψιθυρίζοις ψιθυρίζοι
Dual ψιθυρίζοιτον ψιθυριζοίτην
Plural ψιθυρίζοιμεν ψιθυρίζοιτε ψιθυρίζοιεν
ImperativeSingular ψιθύριζε ψιθυριζέτω
Dual ψιθυρίζετον ψιθυριζέτων
Plural ψιθυρίζετε ψιθυριζόντων, ψιθυριζέτωσαν
Infinitive ψιθυρίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ψιθυριζων ψιθυριζοντος ψιθυριζουσα ψιθυριζουσης ψιθυριζον ψιθυριζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ψιθυρίζομαι ψιθυρίζει, ψιθυρίζῃ ψιθυρίζεται
Dual ψιθυρίζεσθον ψιθυρίζεσθον
Plural ψιθυριζόμεθα ψιθυρίζεσθε ψιθυρίζονται
SubjunctiveSingular ψιθυρίζωμαι ψιθυρίζῃ ψιθυρίζηται
Dual ψιθυρίζησθον ψιθυρίζησθον
Plural ψιθυριζώμεθα ψιθυρίζησθε ψιθυρίζωνται
OptativeSingular ψιθυριζοίμην ψιθυρίζοιο ψιθυρίζοιτο
Dual ψιθυρίζοισθον ψιθυριζοίσθην
Plural ψιθυριζοίμεθα ψιθυρίζοισθε ψιθυρίζοιντο
ImperativeSingular ψιθυρίζου ψιθυριζέσθω
Dual ψιθυρίζεσθον ψιθυριζέσθων
Plural ψιθυρίζεσθε ψιθυριζέσθων, ψιθυριζέσθωσαν
Infinitive ψιθυρίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ψιθυριζομενος ψιθυριζομενου ψιθυριζομενη ψιθυριζομενης ψιθυριζομενον ψιθυριζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οὐκ ἀνέγνωκασ οὖν τοὐπίγραμμα τὸ ἐν Δελφοῖσ, ὑγρᾶσ καὶ τραφερᾶσ βασιλεὺσ Ἆγίσ μ’ ἀνέθηκεν οὐδ’ ἀκήκοασ, ὅτι τούτου τὴν γυναῖκα Τιμαίαν Ἀλκιβιάδησ διέφθειρε, καὶ τὸ γεννηθὲν Ἀλκιβιάδην ἐκάλει ψιθυρίζουσα πρὸσ τὰσ θεραπαινίδασ; (Plutarch, De tranquilitate animi, section 6 2:10)
  • οὐδ’ ἀκήκοασ, ὅτι τούτου τὴν γυναῖκα Τιμαίαν Ἀλκιβιάδησ διέφθειρε, καὶ τὸ γεννηθὲν Ἀλκιβιάδην ἐκάλει ψιθυρίζουσα πρὸσ τὰσ θεραπαινίδασ; (Plutarch, De tranquilitate animi, section 6 9:1)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION