Ancient Greek-English Dictionary Language

χυτλάζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: χυτλάζω χυτλάσω

Structure: χυτλάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to pour out, to throw carelessly down

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular χυτλάζω χυτλάζεις χυτλάζει
Dual χυτλάζετον χυτλάζετον
Plural χυτλάζομεν χυτλάζετε χυτλάζουσιν*
SubjunctiveSingular χυτλάζω χυτλάζῃς χυτλάζῃ
Dual χυτλάζητον χυτλάζητον
Plural χυτλάζωμεν χυτλάζητε χυτλάζωσιν*
OptativeSingular χυτλάζοιμι χυτλάζοις χυτλάζοι
Dual χυτλάζοιτον χυτλαζοίτην
Plural χυτλάζοιμεν χυτλάζοιτε χυτλάζοιεν
ImperativeSingular χύτλαζε χυτλαζέτω
Dual χυτλάζετον χυτλαζέτων
Plural χυτλάζετε χυτλαζόντων, χυτλαζέτωσαν
Infinitive χυτλάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
χυτλαζων χυτλαζοντος χυτλαζουσα χυτλαζουσης χυτλαζον χυτλαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular χυτλάζομαι χυτλάζει, χυτλάζῃ χυτλάζεται
Dual χυτλάζεσθον χυτλάζεσθον
Plural χυτλαζόμεθα χυτλάζεσθε χυτλάζονται
SubjunctiveSingular χυτλάζωμαι χυτλάζῃ χυτλάζηται
Dual χυτλάζησθον χυτλάζησθον
Plural χυτλαζώμεθα χυτλάζησθε χυτλάζωνται
OptativeSingular χυτλαζοίμην χυτλάζοιο χυτλάζοιτο
Dual χυτλάζοισθον χυτλαζοίσθην
Plural χυτλαζοίμεθα χυτλάζοισθε χυτλάζοιντο
ImperativeSingular χυτλάζου χυτλαζέσθω
Dual χυτλάζεσθον χυτλαζέσθων
Plural χυτλάζεσθε χυτλαζέσθων, χυτλαζέσθωσαν
Infinitive χυτλάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
χυτλαζομενος χυτλαζομενου χυτλαζομενη χυτλαζομενης χυτλαζομενον χυτλαζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to pour out

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION