헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χέρσος

2군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χέρσος χέρσου

형태분석: χερς (어간) + ος (어미)

  1. dry land

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἧσ ἔτι μαρτύριον τῆσ πονηρίασ καπνιζομένη καθέστηκε χέρσοσ, καὶ ἀτελέσιν ὥραισ καρποφοροῦντα φυτά, ἀπιστούσησ ψυχῆσ μνημεῖον ἑστηκυῖα στήλη ἁλόσ. (Septuagint, Liber Sapientiae 10:7)

    (70인역 성경, 지혜서 10:7)

  • μετὰ βέλουσ καὶ τοξεύματοσ εἰσελεύσονται ἐκεῖ, ὅτι χέρσοσ καὶ ἄκανθα ἔσται πᾶσα ἡ γῆ. (Septuagint, Liber Isaiae 7:24)

    (70인역 성경, 이사야서 7:24)

  • Ἀγαμέμνονοσ δὲ τύμβοσ ἠτιμασμένοσ οὔπω χοάσ ποτ’ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνησ ἔλαβε, πυρὰ δὲ χέρσοσ ἀγλαϊσμάτων. (Euripides, episode 2:6)

    (에우리피데스, episode 2:6)

  • στύφλοσ δὲ γῆ καὶ χέρσοσ, ἀρρὼξ οὐδ’ ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν, ἀλλ’ ἄσημοσ οὑργάτησ τισ ἦν. (Sophocles, Antigone, episode 2:14)

    (소포클레스, Antigone, episode 2:14)

  • %2Μηδ’ ὅτ’ ἐπ’ ἀγκύρησ, ὀλοῇ πίστευε θαλάσσῃ, ναυτίλε, μηδ’ εἴ τοι πείσματα χέρσοσ ἔχοι. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 821)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 821)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION