Ancient Greek-English Dictionary Language

χελώνη

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: χελώνη χελώνης

Structure: χελων (Stem) + η (Ending)

Etym.: from xe/lus

Sense

  1. a tortoise

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • δύο δὲ ἱππῆσ, τοῦδε τοῦ στοίχου διέχοντεσ ὅσον ἐκδρομὰσ παρέχειν τοῖσ φιλίοισ ἱππεῦσι, προβέβληνται πρὸ τοῦ δεξιοῦ κέρωσ τῆσ χελώνησ, τοῦ ἐκδέχεσθαι τοὺσ ἐξακοντισμοὺσ τῶν ἐπ̓ εὐθὺ ἐπελαυνόντων. (Arrian, chapter 36 3:1)
  • τὸ δὲ κάλλοσ τοῦ δρωμένου ἐν τῷδε ἐστίν, ὅστισ ὅτι πλεῖστα καὶ συνεχέστατα ἀκόντια, ὀρθῷ ἐπελαύνων τῷ ἵππῳ, ἐσ τοὺσ δύο τοὺσ προβεβλημένουσ πρὸ τοῦ [ἀριστεροῦ] κέρωσ τῆσ χελώνησ κατὰ αὐτῶν τῶν ὅπλων ὡσ μάλιστα τύχοι ἀκοντίσασ. (Arrian, chapter 36 5:1)
  • οὐ γὰρ χελώνησ ἢ καράβου τὸ δέρμα περιβέβλημαι. (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 9:5)
  • ἀπεσχεδιακέναι τε τὸν Τερψίωνα καὶ περὶ τῆσ χελώνησ τάδε· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 172)
  • ἢ κρῆ χελώνησ χρὴ φαγεῖν ἢ μὴ φαγεῖν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 173)

Synonyms

  1. a tortoise

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION