Ancient Greek-English Dictionary Language

χελώνη

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: χελώνη χελώνης

Structure: χελων (Stem) + η (Ending)

Etym.: from xe/lus

Sense

  1. a tortoise

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ ἡ τάξισ αὕτη, καθάπερ ὁ συνασπισμὸσ τῶν πεζῶν, χελώνη ὀνομάζεται. (Arrian, chapter 36 1:2)
  • καὶ γὰρ οὐκ ἄρνεια κρέα καὶ χελώνη νῦν ἐν Λυδίᾳ συνέψεται· (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 30:11)
  • παρέλιπεν δ’ ὁ τένθησ Ἀρχέστρατοσ συγκαταλέξαι ἡμῖν καὶ τὸ παρὰ Κράτητι τῷ κωμῳδιοποιῷ ἐν Σαμίοισ λεγόμενον ἐλεφάντινον τάριχοσ, περὶ οὗ φησιν σκυτίνῃ ποτ’ ἐν χύτρᾳ τάριχοσ ἐλεφάντινον ἧψε ποντιὰσ χελώνη πευκίνοισι καύμασι,2 καρκίνοι ποδάνεμοί τε καὶ τανύπτεροι λύκοι ὑσοριμαχεῖν ἄνδρεσ οὐρανοῦ καττύματα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 85 2:5)
  • ἡ δὲ χελώνη φαγοῦσα τὴν σάρκα τοῦ ἔχεωσ ὀρίγανον ἐπεσθίει· (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 26 2:2)
  • πλέθρῳ μόνον ἡ χελώνη τὸν ἵππον, οἱ τοῦτο μὲν εἰσ ἄπειρον τέμνοντεσ ἑκάτερα δὲ κινοῦντεσ κατὰ τὸ πρότερον καὶ τὸ ὕστερον, οὐδέποτε τῷ βραδυτάτῳ προσάξουσι τὸ τάχιστον, ἀεί τι διάστημα τοῦ βραδυτέρου προλαμβάνοντοσ εἰσ ἄπειρα διαστήματα μεριζόμενον. (Plutarch, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 43 4:1)

Synonyms

  1. a tortoise

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION