- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χειροτεχνικός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: cheirotechnikos 고전 발음: [로떽니꼬] 신약 발음: [키로땍니꼬]

기본형: χειροτεχνικός χειροτεχνική χειροτεχνικόν

형태분석: χειροτεχνικ (어간) + ος (어미)

  1. 능숙한, 유능한, 솜씨좋은
  1. of or for handicraft, skilful
  2. of artisans

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 χειροτεχνικός

능숙한 (이)가

χειροτεχνική

능숙한 (이)가

χειροτεχνικόν

능숙한 (것)가

속격 χειροτεχνικοῦ

능숙한 (이)의

χειροτεχνικῆς

능숙한 (이)의

χειροτεχνικοῦ

능숙한 (것)의

여격 χειροτεχνικῷ

능숙한 (이)에게

χειροτεχνικῇ

능숙한 (이)에게

χειροτεχνικῷ

능숙한 (것)에게

대격 χειροτεχνικόν

능숙한 (이)를

χειροτεχνικήν

능숙한 (이)를

χειροτεχνικόν

능숙한 (것)를

호격 χειροτεχνικέ

능숙한 (이)야

χειροτεχνική

능숙한 (이)야

χειροτεχνικόν

능숙한 (것)야

쌍수주/대/호 χειροτεχνικώ

능숙한 (이)들이

χειροτεχνικά

능숙한 (이)들이

χειροτεχνικώ

능숙한 (것)들이

속/여 χειροτεχνικοῖν

능숙한 (이)들의

χειροτεχνικαῖν

능숙한 (이)들의

χειροτεχνικοῖν

능숙한 (것)들의

복수주격 χειροτεχνικοί

능숙한 (이)들이

χειροτεχνικαί

능숙한 (이)들이

χειροτεχνικά

능숙한 (것)들이

속격 χειροτεχνικῶν

능숙한 (이)들의

χειροτεχνικῶν

능숙한 (이)들의

χειροτεχνικῶν

능숙한 (것)들의

여격 χειροτεχνικοῖς

능숙한 (이)들에게

χειροτεχνικαῖς

능숙한 (이)들에게

χειροτεχνικοῖς

능숙한 (것)들에게

대격 χειροτεχνικούς

능숙한 (이)들을

χειροτεχνικάς

능숙한 (이)들을

χειροτεχνικά

능숙한 (것)들을

호격 χειροτεχνικοί

능숙한 (이)들아

χειροτεχνικαί

능숙한 (이)들아

χειροτεχνικά

능숙한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν δὴ ταῖς χειροτεχνικαῖς διανοηθῶμεν πρῶτα εἰ τὸ μὲν ἐπιστήμης αὐτῶν μᾶλλον ἐχόμενον, τὸ δ ἧττον ἔνι, καὶ δεῖ τὰ μὲν ὡς καθαρώτατα νομίζειν, τὰ δ ὡς ἀκαθαρτότερα. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 269:4)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 269:4)

  • τῆς δὴ γνωστικῆς μᾶλλον ἢ τῆς χειροτεχνικῆς καὶ ὅλως πρακτικῆς βούλει τὸν βασιλέα φῶμεν οἰκειότερον εἶναι· (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 15:6)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 15:6)

  • εἰ δὲ βούλει, καὶ χειροτεχνικῶν περὶ συμβολαίων καὶ λοιδοριῶν καὶ αἰκίας καὶ δικῶν λήξεως καὶ δικαστῶν καταστάσεως, καὶ εἴ που τελῶν τινες ἢ πράξεις ἢ θέσεις ἀναγκαῖοί εἰσιν ἢ κατ ἀγορὰς ἢ λιμένας, ἢ καὶ τὸ παράπαν ἀγορανομικὰ ἄττα ἢ ἀστυνομικὰ ἢ ἐλλιμενικὰ ἢ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα, τούτων τολμήσομέν τι νομοθετεῖν· (Plato, Republic, book 4 121:1)

    (플라톤, Republic, book 4 121:1)

유의어

  1. 능숙한

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION