Ancient Greek-English Dictionary Language

χειροήθης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: χειροήθης χειροήθες

Structure: χειροηθη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: h)=qos

Sense

  1. accustomed to the hand, manageable;, submissive, tame
  2. tolerable

Examples

  • οὕτω κἀγὼ καθάπερ τι φοβερὸν θηρίον κεχαρισμένοισ λόγοισ τιθασεύσασ τὸν Ἀλέξανδρον ἐποίησα χειροήθη πρὸσ τὸ μέλλον. (Demades, On the Twelve Years, 42:3)
  • καὶ πολιτεύματα, συνεξορμῶν πρὸσ τὰ καλὰ καὶ συνεπιλαμπρύνων τὸ φρόνημα καὶ παρέχων, ὥσπερ οἱ διδάσκοντεσ ἱππεύειν, ἐν ἀρχῇ χειροήθη καὶ πρᾶον ἐπιβῆναι τὸν δῆμον· (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 23 1:1)
  • οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τοῦτον ἐποιεῖτο χειροήθη. (Plutarch, Agesilaus, chapter 20 5:2)
  • καὶ τί δεῖ τἄλλα θαυμάζειν, ὅπου γε τῶν θηρίων τῶν ἀγριωτάτων ὁρῶμεν πολλὰ καὶ τιθασευόμενα καὶ χειροήθη γιγνόμενα τοῖσ πόνοισ; (Plutarch, De liberis educandis, section 4 15:2)
  • ἦν μὲν οὖν οὐδὲ τὰ τῶν πολεμίων ὑγιαίνοντα παντάπασιν οὐδὲ χειροήθη τοῖσ ἡγεμόσιν, ἀλλ’ ἔμπληκτα καὶ σοβαρὰ διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν. (Plutarch, Otho, chapter 5 4:2)

Synonyms

  1. tolerable

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION