- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χάλιξ?

3군 변화 명사; 남/여성 자동번역 로마알파벳 전사: chalix 고전 발음: [칼릭] 신약 발음: [칼릭]

기본형: χάλιξ χάλικος

형태분석: χαλικ (어간) + ς (어미)

  1. 자갈, 조약돌
  2. 자갈, 조약돌, 치석
  1. small stone, pebble
  2. gravel, rubble (used in building and concrete making)

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χάλιξ

자갈이

χάλικε

자갈들이

χάλικες

자갈들이

속격 χάλικος

자갈의

χαλίκοιν

자갈들의

χαλίκων

자갈들의

여격 χάλικι

자갈에게

χαλίκοιν

자갈들에게

χάλιξι(ν)

자갈들에게

대격 χάλικα

자갈을

χάλικε

자갈들을

χάλικας

자갈들을

호격 χάλιξ

자갈아

χάλικε

자갈들아

χάλικες

자갈들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • λέγεται δὲ καὶ τῶν μακρῶν τειχῶν, ἃ σκέλη καλοῦσι, συντελεσθῆναι μὲν ὕστερον τὴν οἰκοδομίαν, τὴν δὲ πρώτην θεμελίωσιν εἰς τόπους ἑλώδεις καὶ διαβρόχους τῶν ἔργων ἐμπεσόντων ἐρεισθῆναι διὰ Κίμωνος ἀσφαλῶς, χάλικι πολλῇ καὶ λίθοις βαρέσι τῶν ἑλῶν πιεσθέντων, ἐκείνου χρήματα πορίζοντος καὶ διδόντος. (Plutarch, , chapter 13 7:1)

    (플루타르코스, , chapter 13 7:1)

  • διόπερ τῇ χάλικι καταμίξαντες τὴν ἀμμοκονίαν προβάλλουσι χώματα εἰς τὴν θάλατταν, καὶ κολποῦσι τὰς ἀναπεπταμένας ᾐόνας ὥστ ἀσφαλῶς ἐνορμίζεσθαι τὰς μεγίστας ὁλκάδας. (Strabo, Geography, book 5, chapter 4 12:13)

    (스트라본, 지리학, book 5, chapter 4 12:13)

유의어

  1. 자갈

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION