Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑστερίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὑστερίζω

Structure: ὑστερίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: u(/steros

Sense

  1. to come after, come later or too late
  2. to come short of, come too late for, to lag behind
  3. to come short of, be inferior to, he falls short

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑστερίζω ὑστερίζεις ὑστερίζει
Dual ὑστερίζετον ὑστερίζετον
Plural ὑστερίζομεν ὑστερίζετε ὑστερίζουσιν*
SubjunctiveSingular ὑστερίζω ὑστερίζῃς ὑστερίζῃ
Dual ὑστερίζητον ὑστερίζητον
Plural ὑστερίζωμεν ὑστερίζητε ὑστερίζωσιν*
OptativeSingular ὑστερίζοιμι ὑστερίζοις ὑστερίζοι
Dual ὑστερίζοιτον ὑστεριζοίτην
Plural ὑστερίζοιμεν ὑστερίζοιτε ὑστερίζοιεν
ImperativeSingular ὑστέριζε ὑστεριζέτω
Dual ὑστερίζετον ὑστεριζέτων
Plural ὑστερίζετε ὑστεριζόντων, ὑστεριζέτωσαν
Infinitive ὑστερίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑστεριζων ὑστεριζοντος ὑστεριζουσα ὑστεριζουσης ὑστεριζον ὑστεριζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑστερίζομαι ὑστερίζει, ὑστερίζῃ ὑστερίζεται
Dual ὑστερίζεσθον ὑστερίζεσθον
Plural ὑστεριζόμεθα ὑστερίζεσθε ὑστερίζονται
SubjunctiveSingular ὑστερίζωμαι ὑστερίζῃ ὑστερίζηται
Dual ὑστερίζησθον ὑστερίζησθον
Plural ὑστεριζώμεθα ὑστερίζησθε ὑστερίζωνται
OptativeSingular ὑστεριζοίμην ὑστερίζοιο ὑστερίζοιτο
Dual ὑστερίζοισθον ὑστεριζοίσθην
Plural ὑστεριζοίμεθα ὑστερίζοισθε ὑστερίζοιντο
ImperativeSingular ὑστερίζου ὑστεριζέσθω
Dual ὑστερίζεσθον ὑστεριζέσθων
Plural ὑστερίζεσθε ὑστεριζέσθων, ὑστεριζέσθωσαν
Infinitive ὑστερίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑστεριζομενος ὑστεριζομενου ὑστεριζομενη ὑστεριζομενης ὑστεριζομενον ὑστεριζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τοιούτων δὲ καὶ πονηροτέρων ἔτι λόγων αἰσθόμενοσ ὁ Λούκουλλοσ τὴν ἐπὶ Πάρθουσ στρατείαν ἀφῆκεν, αὖθισ δ’ ἐπὶ τὸν Τιγράνην ἐβάδιζε θέρουσ ἀκμάζοντοσ, καὶ τὸν Ταῦρον ὑπερβαλὼν ἠθύμησε χλωρῶν τῶν πεδίων ἐκφανέντων τοσοῦτον αἱ ὡρ͂αι διὰ τὴν ψυχρότητα τοῦ ἀέροσ ὑστερίζουσιν. (Plutarch, Lucullus, chapter 31 1:1)
  • πάντων δὲ καὶ τῶν ἐλεγκτικῶν καὶ τῶν δεικτικῶν συλλογισμῶν θορυβεῖται μάλιστα τὰ τοιαῦτα ὅσα ἀρχόμενα προορῶσι μὴ ἐπιπολῆσ εἶναι ἅμα γὰρ καὶ αὐτοὶ ἐφ’ αὑτοῖσ χαίρουσι προαισθανόμενοι, καὶ ὅσων τοσοῦτον ὑστερίζουσιν ὥσθ’ ἅμα εἰρημένων γνωρίζειν. (Aristotle, Rhetoric, Book 2, chapter 23 30:2)

Synonyms

  1. to come after

  2. to come short of

  3. to come short of

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION