헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑποτυπόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑποτυπόω

형태분석: ὑπο (접두사) + τυπό (어간) + ω (인칭어미)

  1. to sketch out

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποτύπω

ὑποτύποις

ὑποτύποι

쌍수 ὑποτύπουτον

ὑποτύπουτον

복수 ὑποτύπουμεν

ὑποτύπουτε

ὑποτύπουσιν*

접속법단수 ὑποτύπω

ὑποτύποις

ὑποτύποι

쌍수 ὑποτύπωτον

ὑποτύπωτον

복수 ὑποτύπωμεν

ὑποτύπωτε

ὑποτύπωσιν*

기원법단수 ὑποτύποιμι

ὑποτύποις

ὑποτύποι

쌍수 ὑποτύποιτον

ὑποτυποίτην

복수 ὑποτύποιμεν

ὑποτύποιτε

ὑποτύποιεν

명령법단수 ὑποτῦπου

ὑποτυποῦτω

쌍수 ὑποτύπουτον

ὑποτυποῦτων

복수 ὑποτύπουτε

ὑποτυποῦντων, ὑποτυποῦτωσαν

부정사 ὑποτύπουν

분사 남성여성중성
ὑποτυπων

ὑποτυπουντος

ὑποτυπουσα

ὑποτυπουσης

ὑποτυπουν

ὑποτυπουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποτύπουμαι

ὑποτύποι

ὑποτύπουται

쌍수 ὑποτύπουσθον

ὑποτύπουσθον

복수 ὑποτυποῦμεθα

ὑποτύπουσθε

ὑποτύπουνται

접속법단수 ὑποτύπωμαι

ὑποτύποι

ὑποτύπωται

쌍수 ὑποτύπωσθον

ὑποτύπωσθον

복수 ὑποτυπώμεθα

ὑποτύπωσθε

ὑποτύπωνται

기원법단수 ὑποτυποίμην

ὑποτύποιο

ὑποτύποιτο

쌍수 ὑποτύποισθον

ὑποτυποίσθην

복수 ὑποτυποίμεθα

ὑποτύποισθε

ὑποτύποιντο

명령법단수 ὑποτύπου

ὑποτυποῦσθω

쌍수 ὑποτύπουσθον

ὑποτυποῦσθων

복수 ὑποτύπουσθε

ὑποτυποῦσθων, ὑποτυποῦσθωσαν

부정사 ὑποτύπουσθαι

분사 남성여성중성
ὑποτυπουμενος

ὑποτυπουμενου

ὑποτυπουμενη

ὑποτυπουμενης

ὑποτυπουμενον

ὑποτυπουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοὶ πρώτῳ ἐνδείξηται Χριστὸσ Ιἠσοῦσ τὴν ἅπασαν μακροθυμίαν, πρὸσ ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ’ αὐτῷ εἰσ ζωὴν αἰώνιον. (PROS TIMOQEON A, chapter 1 18:1)

    (PROS TIMOQEON A, chapter 1 18:1)

  • ὑποτύπωσιν ἔχε ὑγιαινόντων λόγων ὧν παρ’ ἐμοῦ ἤκουσασ ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ τῇ ἐν Χριστῷ Ιἠσοῦ· (PROS TIMOQEON B, chapter 1 15:1)

    (PROS TIMOQEON B, chapter 1 15:1)

  • λοιπὸν εἰπεῖν περὶ τῶν κλιμάτων, ὅπερ καὶ αὐτὸ ἔχει καθολικὴν ὑποτύπωσιν, ὁρμηθεῖσιν ἐκ τῶν γραμμῶν ἐκείνων, ἃ στοιχεῖα ἐκαλέσαμεν, λέγω δὲ τῆσ τε τὸ μῆκοσ ἀφοριζούσησ τὸ μέγιστον καὶ τῆσ τὸ πλάτοσ, μάλιστα δὲ τῆσ τὸ πλάτοσ. (Strabo, Geography, book 2, chapter 5 68:1)

    (스트라본, 지리학, book 2, chapter 5 68:1)

유의어

  1. to sketch out

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION