- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑποσκάζω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: hyposkazō 고전 발음: [휘뽀도:] 신약 발음: [위뽀까조]

기본형: ὑποσκάζω ὑποσκάσω

형태분석: ὑπο (접두사) + σκάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to halt a little

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποσκάζω

ὑποσκάζεις

ὑποσκάζει

쌍수 ὑποσκάζετον

ὑποσκάζετον

복수 ὑποσκάζομεν

ὑποσκάζετε

ὑποσκάζουσι(ν)

접속법단수 ὑποσκάζω

ὑποσκάζῃς

ὑποσκάζῃ

쌍수 ὑποσκάζητον

ὑποσκάζητον

복수 ὑποσκάζωμεν

ὑποσκάζητε

ὑποσκάζωσι(ν)

기원법단수 ὑποσκάζοιμι

ὑποσκάζοις

ὑποσκάζοι

쌍수 ὑποσκάζοιτον

ὑποσκαζοίτην

복수 ὑποσκάζοιμεν

ὑποσκάζοιτε

ὑποσκάζοιεν

명령법단수 ὑποσκάζε

ὑποσκαζέτω

쌍수 ὑποσκάζετον

ὑποσκαζέτων

복수 ὑποσκάζετε

ὑποσκαζόντων, ὑποσκαζέτωσαν

부정사 ὑποσκάζειν

분사 남성여성중성
ὑποσκαζων

ὑποσκαζοντος

ὑποσκαζουσα

ὑποσκαζουσης

ὑποσκαζον

ὑποσκαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποσκάζομαι

ὑποσκάζει, ὑποσκάζῃ

ὑποσκάζεται

쌍수 ὑποσκάζεσθον

ὑποσκάζεσθον

복수 ὑποσκαζόμεθα

ὑποσκάζεσθε

ὑποσκάζονται

접속법단수 ὑποσκάζωμαι

ὑποσκάζῃ

ὑποσκάζηται

쌍수 ὑποσκάζησθον

ὑποσκάζησθον

복수 ὑποσκαζώμεθα

ὑποσκάζησθε

ὑποσκάζωνται

기원법단수 ὑποσκαζοίμην

ὑποσκάζοιο

ὑποσκάζοιτο

쌍수 ὑποσκάζοισθον

ὑποσκαζοίσθην

복수 ὑποσκαζοίμεθα

ὑποσκάζοισθε

ὑποσκάζοιντο

명령법단수 ὑποσκάζου

ὑποσκαζέσθω

쌍수 ὑποσκάζεσθον

ὑποσκαζέσθων

복수 ὑποσκάζεσθε

ὑποσκαζέσθων, ὑποσκαζέσθωσαν

부정사 ὑποσκάζεσθαι

분사 남성여성중성
ὑποσκαζομενος

ὑποσκαζομενου

ὑποσκαζομενη

ὑποσκαζομενης

ὑποσκαζομενον

ὑποσκαζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to halt a little

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION