Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑποπεινάω

α-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὑποπεινάω ὑποπεινήσω

Structure: ὑπο (Prefix) + πεινά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to be hungry, to begin to be hungry

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποπεινῶ ὑποπεινᾷς ὑποπεινᾷ
Dual ὑποπεινᾶτον ὑποπεινᾶτον
Plural ὑποπεινῶμεν ὑποπεινᾶτε ὑποπεινῶσιν*
SubjunctiveSingular ὑποπεινῶ ὑποπεινῇς ὑποπεινῇ
Dual ὑποπεινῆτον ὑποπεινῆτον
Plural ὑποπεινῶμεν ὑποπεινῆτε ὑποπεινῶσιν*
OptativeSingular ὑποπεινῷμι ὑποπεινῷς ὑποπεινῷ
Dual ὑποπεινῷτον ὑποπεινῴτην
Plural ὑποπεινῷμεν ὑποπεινῷτε ὑποπεινῷεν
ImperativeSingular ὑποπείνᾱ ὑποπεινᾱ́τω
Dual ὑποπεινᾶτον ὑποπεινᾱ́των
Plural ὑποπεινᾶτε ὑποπεινώντων, ὑποπεινᾱ́τωσαν
Infinitive ὑποπεινᾶν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποπεινων ὑποπεινωντος ὑποπεινωσα ὑποπεινωσης ὑποπεινων ὑποπεινωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποπεινῶμαι ὑποπεινᾷ ὑποπεινᾶται
Dual ὑποπεινᾶσθον ὑποπεινᾶσθον
Plural ὑποπεινώμεθα ὑποπεινᾶσθε ὑποπεινῶνται
SubjunctiveSingular ὑποπεινῶμαι ὑποπεινῇ ὑποπεινῆται
Dual ὑποπεινῆσθον ὑποπεινῆσθον
Plural ὑποπεινώμεθα ὑποπεινῆσθε ὑποπεινῶνται
OptativeSingular ὑποπεινῴμην ὑποπεινῷο ὑποπεινῷτο
Dual ὑποπεινῷσθον ὑποπεινῴσθην
Plural ὑποπεινῴμεθα ὑποπεινῷσθε ὑποπεινῷντο
ImperativeSingular ὑποπεινῶ ὑποπεινᾱ́σθω
Dual ὑποπεινᾶσθον ὑποπεινᾱ́σθων
Plural ὑποπεινᾶσθε ὑποπεινᾱ́σθων, ὑποπεινᾱ́σθωσαν
Infinitive ὑποπεινᾶσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποπεινωμενος ὑποπεινωμενου ὑποπεινωμενη ὑποπεινωμενης ὑποπεινωμενον ὑποπεινωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be hungry

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION