- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπομενετικός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: hypomenetikos 고전 발음: [휘뽀메네띠꼬] 신약 발음: [위뽀매내띠꼬]

기본형: ὑπομενετικός ὑπομενετική ὑπομενετικόν

형태분석: ὑπομενετικ (어간) + ος (어미)

  1. 참을성 있는, 관대한
  1. patient of

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ὑπομενετικός

참을성 있는 (이)가

ὑπομενετική

참을성 있는 (이)가

ὑπομενετικόν

참을성 있는 (것)가

속격 ὑπομενετικοῦ

참을성 있는 (이)의

ὑπομενετικῆς

참을성 있는 (이)의

ὑπομενετικοῦ

참을성 있는 (것)의

여격 ὑπομενετικῷ

참을성 있는 (이)에게

ὑπομενετικῇ

참을성 있는 (이)에게

ὑπομενετικῷ

참을성 있는 (것)에게

대격 ὑπομενετικόν

참을성 있는 (이)를

ὑπομενετικήν

참을성 있는 (이)를

ὑπομενετικόν

참을성 있는 (것)를

호격 ὑπομενετικέ

참을성 있는 (이)야

ὑπομενετική

참을성 있는 (이)야

ὑπομενετικόν

참을성 있는 (것)야

쌍수주/대/호 ὑπομενετικώ

참을성 있는 (이)들이

ὑπομενετικά

참을성 있는 (이)들이

ὑπομενετικώ

참을성 있는 (것)들이

속/여 ὑπομενετικοῖν

참을성 있는 (이)들의

ὑπομενετικαῖν

참을성 있는 (이)들의

ὑπομενετικοῖν

참을성 있는 (것)들의

복수주격 ὑπομενετικοί

참을성 있는 (이)들이

ὑπομενετικαί

참을성 있는 (이)들이

ὑπομενετικά

참을성 있는 (것)들이

속격 ὑπομενετικῶν

참을성 있는 (이)들의

ὑπομενετικῶν

참을성 있는 (이)들의

ὑπομενετικῶν

참을성 있는 (것)들의

여격 ὑπομενετικοῖς

참을성 있는 (이)들에게

ὑπομενετικαῖς

참을성 있는 (이)들에게

ὑπομενετικοῖς

참을성 있는 (것)들에게

대격 ὑπομενετικούς

참을성 있는 (이)들을

ὑπομενετικάς

참을성 있는 (이)들을

ὑπομενετικά

참을성 있는 (것)들을

호격 ὑπομενετικοί

참을성 있는 (이)들아

ὑπομενετικαί

참을성 있는 (이)들아

ὑπομενετικά

참을성 있는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ γάρ τις εἰή τοιοῦτος οἱο῀ς πρὸς ἀλέας καὶ ψύχη καὶ τὰς τοιαύτας λύπας ὑπομενετικός, ὡς ὁ λόγος, ἀκινδύνους οὔσας, πρὸς δὲ τὸν θάνατον καὶ μαλακὸς καὶ περίφοβος, μὴ δι ἄλλο τι πάθος ἀλλὰ δι αὐτὴν τὴν φθοράν, ἄλλος δὲ πρὸς μὲν ἐκείνας μαλακός, πρὸς δὲ τὸν θάνατον ἀπαθής: (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 3 32:3)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 3 32:3)

  • εἰσὶ γὰρ καὶ περὶ ταὐτὰ καὶ ὅμοροι μέχρι τινός, ὥσπερ ὁ ἀνδρεῖος ὑπομενετικὸς κινδύνων καὶ ὁ θρασύς, ἀλλ ὃ μὲν ὧδε ὃ δ ὧδε: (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 3 94:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 3 94:1)

  • οὐθεὶς γὰρ ὑπομενετικώτερος τῶν δεινῶν. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 3 90:2)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 3 90:2)

유의어

  1. 참을성 있는

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION