Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑποκάμπτω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὑποκάμπτω ὑποκάμψω

Structure: ὑπο (Prefix) + κάμπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to bend short back, turn in under
  2. to turn short back, double, to fall short of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποκάμπτω ὑποκάμπτεις ὑποκάμπτει
Dual ὑποκάμπτετον ὑποκάμπτετον
Plural ὑποκάμπτομεν ὑποκάμπτετε ὑποκάμπτουσιν*
SubjunctiveSingular ὑποκάμπτω ὑποκάμπτῃς ὑποκάμπτῃ
Dual ὑποκάμπτητον ὑποκάμπτητον
Plural ὑποκάμπτωμεν ὑποκάμπτητε ὑποκάμπτωσιν*
OptativeSingular ὑποκάμπτοιμι ὑποκάμπτοις ὑποκάμπτοι
Dual ὑποκάμπτοιτον ὑποκαμπτοίτην
Plural ὑποκάμπτοιμεν ὑποκάμπτοιτε ὑποκάμπτοιεν
ImperativeSingular ὑποκάμπτε ὑποκαμπτέτω
Dual ὑποκάμπτετον ὑποκαμπτέτων
Plural ὑποκάμπτετε ὑποκαμπτόντων, ὑποκαμπτέτωσαν
Infinitive ὑποκάμπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποκαμπτων ὑποκαμπτοντος ὑποκαμπτουσα ὑποκαμπτουσης ὑποκαμπτον ὑποκαμπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποκάμπτομαι ὑποκάμπτει, ὑποκάμπτῃ ὑποκάμπτεται
Dual ὑποκάμπτεσθον ὑποκάμπτεσθον
Plural ὑποκαμπτόμεθα ὑποκάμπτεσθε ὑποκάμπτονται
SubjunctiveSingular ὑποκάμπτωμαι ὑποκάμπτῃ ὑποκάμπτηται
Dual ὑποκάμπτησθον ὑποκάμπτησθον
Plural ὑποκαμπτώμεθα ὑποκάμπτησθε ὑποκάμπτωνται
OptativeSingular ὑποκαμπτοίμην ὑποκάμπτοιο ὑποκάμπτοιτο
Dual ὑποκάμπτοισθον ὑποκαμπτοίσθην
Plural ὑποκαμπτοίμεθα ὑποκάμπτοισθε ὑποκάμπτοιντο
ImperativeSingular ὑποκάμπτου ὑποκαμπτέσθω
Dual ὑποκάμπτεσθον ὑποκαμπτέσθων
Plural ὑποκάμπτεσθε ὑποκαμπτέσθων, ὑποκαμπτέσθωσαν
Infinitive ὑποκάμπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποκαμπτομενος ὑποκαμπτομενου ὑποκαμπτομενη ὑποκαμπτομενης ὑποκαμπτομενον ὑποκαμπτομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οὐ γὰρ ἔτ’ εἰν ἀγορῇ σε βλέπω πολὺν ἀλλ’ ὑποκάμπτεισ ἤδη, καὶ ζητεῖσ ποῖ σε φέρωσι πόδεσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 3462)

Synonyms

  1. to bend short back

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION