Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑπηρετέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὑπηρετέω

Structure: ὑπηρετέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: u(phre/ths

Sense

  1. to do service on board ship, to do rower's service, to be a servant, do service, serve
  2. to minister to, serve, to comply with, humour, to second, support, to help
  3. to serve, lend aid, to be done as service

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπηρέτω ὑπηρέτεις ὑπηρέτει
Dual ὑπηρέτειτον ὑπηρέτειτον
Plural ὑπηρέτουμεν ὑπηρέτειτε ὑπηρέτουσιν*
SubjunctiveSingular ὑπηρέτω ὑπηρέτῃς ὑπηρέτῃ
Dual ὑπηρέτητον ὑπηρέτητον
Plural ὑπηρέτωμεν ὑπηρέτητε ὑπηρέτωσιν*
OptativeSingular ὑπηρέτοιμι ὑπηρέτοις ὑπηρέτοι
Dual ὑπηρέτοιτον ὑπηρετοίτην
Plural ὑπηρέτοιμεν ὑπηρέτοιτε ὑπηρέτοιεν
ImperativeSingular ὑπηρε͂τει ὑπηρετεῖτω
Dual ὑπηρέτειτον ὑπηρετεῖτων
Plural ὑπηρέτειτε ὑπηρετοῦντων, ὑπηρετεῖτωσαν
Infinitive ὑπηρέτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπηρετων ὑπηρετουντος ὑπηρετουσα ὑπηρετουσης ὑπηρετουν ὑπηρετουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπηρέτουμαι ὑπηρέτει, ὑπηρέτῃ ὑπηρέτειται
Dual ὑπηρέτεισθον ὑπηρέτεισθον
Plural ὑπηρετοῦμεθα ὑπηρέτεισθε ὑπηρέτουνται
SubjunctiveSingular ὑπηρέτωμαι ὑπηρέτῃ ὑπηρέτηται
Dual ὑπηρέτησθον ὑπηρέτησθον
Plural ὑπηρετώμεθα ὑπηρέτησθε ὑπηρέτωνται
OptativeSingular ὑπηρετοίμην ὑπηρέτοιο ὑπηρέτοιτο
Dual ὑπηρέτοισθον ὑπηρετοίσθην
Plural ὑπηρετοίμεθα ὑπηρέτοισθε ὑπηρέτοιντο
ImperativeSingular ὑπηρέτου ὑπηρετεῖσθω
Dual ὑπηρέτεισθον ὑπηρετεῖσθων
Plural ὑπηρέτεισθε ὑπηρετεῖσθων, ὑπηρετεῖσθωσαν
Infinitive ὑπηρέτεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπηρετουμενος ὑπηρετουμενου ὑπηρετουμενη ὑπηρετουμενης ὑπηρετουμενον ὑπηρετουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οὕτωσ οὖν ἡμῖν τοῦ δήμου προσενηνεγμένου, οὐ πάντα <τὰ> δί[κα]ι’ ἂν αὐτῷ ἡμεῖσ [ὑπη]ρετοῖμεν καὶ εἰ δ[έοι ἀ]ποθνῄσκοιμεν [ὑπὲρ] αὐτοῦ; (Hyperides, Speeches, 7:2)
  • ἀλλὰ μὴν ἔν γε τοῖσ πέριξ οἰκοῦσι σὺ εἰ μὲν βούλοιο φίλοσ ὡσ μέγιστοσ ἂν εἰήσ, εἰ δέ τίσ σε λυποίη, ὡσ δεσπότησ <ἂν> ἀναστρέφοιο ἔχων ἡμᾶσ ὑπηρέτασ, οἵ σοι οὐκ ἂν μισθοῦ ἕνεκα ὑπηρετοῖμεν ἀλλὰ καὶ τῆσ χάριτοσ ἣν σωθέντεσ ὑπὸ σοῦ σοὶ ἂν ἔχοιμεν δικαίωσ. (Xenophon, Anabasis, , chapter 5 15:1)

Synonyms

  1. to serve

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION