Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑπερλαμπρύνομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: ὑπερλαμπρύνομαι

Structure: ὑπερ (Prefix) + λαμπρύν (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to make a splendid show: to shew great eagerness

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπερλαμπρύνομαι ὑπερλαμπρύνει, ὑπερλαμπρύνῃ ὑπερλαμπρύνεται
Dual ὑπερλαμπρύνεσθον ὑπερλαμπρύνεσθον
Plural ὑπερλαμπρυνόμεθα ὑπερλαμπρύνεσθε ὑπερλαμπρύνονται
SubjunctiveSingular ὑπερλαμπρύνωμαι ὑπερλαμπρύνῃ ὑπερλαμπρύνηται
Dual ὑπερλαμπρύνησθον ὑπερλαμπρύνησθον
Plural ὑπερλαμπρυνώμεθα ὑπερλαμπρύνησθε ὑπερλαμπρύνωνται
OptativeSingular ὑπερλαμπρυνοίμην ὑπερλαμπρύνοιο ὑπερλαμπρύνοιτο
Dual ὑπερλαμπρύνοισθον ὑπερλαμπρυνοίσθην
Plural ὑπερλαμπρυνοίμεθα ὑπερλαμπρύνοισθε ὑπερλαμπρύνοιντο
ImperativeSingular ὑπερλαμπρύνου ὑπερλαμπρυνέσθω
Dual ὑπερλαμπρύνεσθον ὑπερλαμπρυνέσθων
Plural ὑπερλαμπρύνεσθε ὑπερλαμπρυνέσθων, ὑπερλαμπρυνέσθωσαν
Infinitive ὑπερλαμπρύνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπερλαμπρυνομενος ὑπερλαμπρυνομενου ὑπερλαμπρυνομενη ὑπερλαμπρυνομενης ὑπερλαμπρυνομενον ὑπερλαμπρυνομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ ἐστιν ὅτε καὶ ἐπὶ ἑώλοισ ὑπερλαμπρύνονται. (Arrian, Cynegeticus, chapter 3 2:3)
  • κἂν αὐτὸσ ἄρχῃ, μηδέποτε ἐξυβρίσειν εἰσ τὴν ἐξουσίαν μηδ’ ἐσθῆτί τινι ἢ πλείονι κόσμῳ τοὺσ ὑποτεταγμένουσ ὑπερλαμπρύνεσθαι. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 182:3)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION