Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑπερεντυγχάνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὑπερεντυγχάνω

Structure: ὑπερ (Prefix) + ἐντυγχάν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to intercede

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπερεντυγχάνω ὑπερεντυγχάνεις ὑπερεντυγχάνει
Dual ὑπερεντυγχάνετον ὑπερεντυγχάνετον
Plural ὑπερεντυγχάνομεν ὑπερεντυγχάνετε ὑπερεντυγχάνουσιν*
SubjunctiveSingular ὑπερεντυγχάνω ὑπερεντυγχάνῃς ὑπερεντυγχάνῃ
Dual ὑπερεντυγχάνητον ὑπερεντυγχάνητον
Plural ὑπερεντυγχάνωμεν ὑπερεντυγχάνητε ὑπερεντυγχάνωσιν*
OptativeSingular ὑπερεντυγχάνοιμι ὑπερεντυγχάνοις ὑπερεντυγχάνοι
Dual ὑπερεντυγχάνοιτον ὑπερεντυγχανοίτην
Plural ὑπερεντυγχάνοιμεν ὑπερεντυγχάνοιτε ὑπερεντυγχάνοιεν
ImperativeSingular ὑπερεντύγχανε ὑπερεντυγχανέτω
Dual ὑπερεντυγχάνετον ὑπερεντυγχανέτων
Plural ὑπερεντυγχάνετε ὑπερεντυγχανόντων, ὑπερεντυγχανέτωσαν
Infinitive ὑπερεντυγχάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπερεντυγχανων ὑπερεντυγχανοντος ὑπερεντυγχανουσα ὑπερεντυγχανουσης ὑπερεντυγχανον ὑπερεντυγχανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπερεντυγχάνομαι ὑπερεντυγχάνει, ὑπερεντυγχάνῃ ὑπερεντυγχάνεται
Dual ὑπερεντυγχάνεσθον ὑπερεντυγχάνεσθον
Plural ὑπερεντυγχανόμεθα ὑπερεντυγχάνεσθε ὑπερεντυγχάνονται
SubjunctiveSingular ὑπερεντυγχάνωμαι ὑπερεντυγχάνῃ ὑπερεντυγχάνηται
Dual ὑπερεντυγχάνησθον ὑπερεντυγχάνησθον
Plural ὑπερεντυγχανώμεθα ὑπερεντυγχάνησθε ὑπερεντυγχάνωνται
OptativeSingular ὑπερεντυγχανοίμην ὑπερεντυγχάνοιο ὑπερεντυγχάνοιτο
Dual ὑπερεντυγχάνοισθον ὑπερεντυγχανοίσθην
Plural ὑπερεντυγχανοίμεθα ὑπερεντυγχάνοισθε ὑπερεντυγχάνοιντο
ImperativeSingular ὑπερεντυγχάνου ὑπερεντυγχανέσθω
Dual ὑπερεντυγχάνεσθον ὑπερεντυγχανέσθων
Plural ὑπερεντυγχάνεσθε ὑπερεντυγχανέσθων, ὑπερεντυγχανέσθωσαν
Infinitive ὑπερεντυγχάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπερεντυγχανομενος ὑπερεντυγχανομενου ὑπερεντυγχανομενη ὑπερεντυγχανομενης ὑπερεντυγχανομενον ὑπερεντυγχανομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to intercede

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION