헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπαντιάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπαντιάζω ὑπαντιάσω

형태분석: ὑπ (접두사) + ἀντιάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 접하다, 마주치다, 조우하다, 경험하다
  1. to come or go to meet, step forth to meet, encounter

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπαντιάζω

(나는) 접한다

ὑπαντιάζεις

(너는) 접한다

ὑπαντιάζει

(그는) 접한다

쌍수 ὑπαντιάζετον

(너희 둘은) 접한다

ὑπαντιάζετον

(그 둘은) 접한다

복수 ὑπαντιάζομεν

(우리는) 접한다

ὑπαντιάζετε

(너희는) 접한다

ὑπαντιάζουσιν*

(그들은) 접한다

접속법단수 ὑπαντιάζω

(나는) 접하자

ὑπαντιάζῃς

(너는) 접하자

ὑπαντιάζῃ

(그는) 접하자

쌍수 ὑπαντιάζητον

(너희 둘은) 접하자

ὑπαντιάζητον

(그 둘은) 접하자

복수 ὑπαντιάζωμεν

(우리는) 접하자

ὑπαντιάζητε

(너희는) 접하자

ὑπαντιάζωσιν*

(그들은) 접하자

기원법단수 ὑπαντιάζοιμι

(나는) 접하기를 (바라다)

ὑπαντιάζοις

(너는) 접하기를 (바라다)

ὑπαντιάζοι

(그는) 접하기를 (바라다)

쌍수 ὑπαντιάζοιτον

(너희 둘은) 접하기를 (바라다)

ὑπαντιαζοίτην

(그 둘은) 접하기를 (바라다)

복수 ὑπαντιάζοιμεν

(우리는) 접하기를 (바라다)

ὑπαντιάζοιτε

(너희는) 접하기를 (바라다)

ὑπαντιάζοιεν

(그들은) 접하기를 (바라다)

명령법단수 ὑπαντίαζε

(너는) 접해라

ὑπαντιαζέτω

(그는) 접해라

쌍수 ὑπαντιάζετον

(너희 둘은) 접해라

ὑπαντιαζέτων

(그 둘은) 접해라

복수 ὑπαντιάζετε

(너희는) 접해라

ὑπαντιαζόντων, ὑπαντιαζέτωσαν

(그들은) 접해라

부정사 ὑπαντιάζειν

접하는 것

분사 남성여성중성
ὑπαντιαζων

ὑπαντιαζοντος

ὑπαντιαζουσα

ὑπαντιαζουσης

ὑπαντιαζον

ὑπαντιαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπαντιάζομαι

(나는) 접된다

ὑπαντιάζει, ὑπαντιάζῃ

(너는) 접된다

ὑπαντιάζεται

(그는) 접된다

쌍수 ὑπαντιάζεσθον

(너희 둘은) 접된다

ὑπαντιάζεσθον

(그 둘은) 접된다

복수 ὑπαντιαζόμεθα

(우리는) 접된다

ὑπαντιάζεσθε

(너희는) 접된다

ὑπαντιάζονται

(그들은) 접된다

접속법단수 ὑπαντιάζωμαι

(나는) 접되자

ὑπαντιάζῃ

(너는) 접되자

ὑπαντιάζηται

(그는) 접되자

쌍수 ὑπαντιάζησθον

(너희 둘은) 접되자

ὑπαντιάζησθον

(그 둘은) 접되자

복수 ὑπαντιαζώμεθα

(우리는) 접되자

ὑπαντιάζησθε

(너희는) 접되자

ὑπαντιάζωνται

(그들은) 접되자

기원법단수 ὑπαντιαζοίμην

(나는) 접되기를 (바라다)

ὑπαντιάζοιο

(너는) 접되기를 (바라다)

ὑπαντιάζοιτο

(그는) 접되기를 (바라다)

쌍수 ὑπαντιάζοισθον

(너희 둘은) 접되기를 (바라다)

ὑπαντιαζοίσθην

(그 둘은) 접되기를 (바라다)

복수 ὑπαντιαζοίμεθα

(우리는) 접되기를 (바라다)

ὑπαντιάζοισθε

(너희는) 접되기를 (바라다)

ὑπαντιάζοιντο

(그들은) 접되기를 (바라다)

명령법단수 ὑπαντιάζου

(너는) 접되어라

ὑπαντιαζέσθω

(그는) 접되어라

쌍수 ὑπαντιάζεσθον

(너희 둘은) 접되어라

ὑπαντιαζέσθων

(그 둘은) 접되어라

복수 ὑπαντιάζεσθε

(너희는) 접되어라

ὑπαντιαζέσθων, ὑπαντιαζέσθωσαν

(그들은) 접되어라

부정사 ὑπαντιάζεσθαι

접되는 것

분사 남성여성중성
ὑπαντιαζομενος

ὑπαντιαζομενου

ὑπαντιαζομενη

ὑπαντιαζομενης

ὑπαντιαζομενον

ὑπαντιαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπαντιάσω

(나는) 접하겠다

ὑπαντιάσεις

(너는) 접하겠다

ὑπαντιάσει

(그는) 접하겠다

쌍수 ὑπαντιάσετον

(너희 둘은) 접하겠다

ὑπαντιάσετον

(그 둘은) 접하겠다

복수 ὑπαντιάσομεν

(우리는) 접하겠다

ὑπαντιάσετε

(너희는) 접하겠다

ὑπαντιάσουσιν*

(그들은) 접하겠다

기원법단수 ὑπαντιάσοιμι

(나는) 접하겠기를 (바라다)

ὑπαντιάσοις

(너는) 접하겠기를 (바라다)

ὑπαντιάσοι

(그는) 접하겠기를 (바라다)

쌍수 ὑπαντιάσοιτον

(너희 둘은) 접하겠기를 (바라다)

ὑπαντιασοίτην

(그 둘은) 접하겠기를 (바라다)

복수 ὑπαντιάσοιμεν

(우리는) 접하겠기를 (바라다)

ὑπαντιάσοιτε

(너희는) 접하겠기를 (바라다)

ὑπαντιάσοιεν

(그들은) 접하겠기를 (바라다)

부정사 ὑπαντιάσειν

접할 것

분사 남성여성중성
ὑπαντιασων

ὑπαντιασοντος

ὑπαντιασουσα

ὑπαντιασουσης

ὑπαντιασον

ὑπαντιασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπαντιάσομαι

(나는) 접되겠다

ὑπαντιάσει, ὑπαντιάσῃ

(너는) 접되겠다

ὑπαντιάσεται

(그는) 접되겠다

쌍수 ὑπαντιάσεσθον

(너희 둘은) 접되겠다

ὑπαντιάσεσθον

(그 둘은) 접되겠다

복수 ὑπαντιασόμεθα

(우리는) 접되겠다

ὑπαντιάσεσθε

(너희는) 접되겠다

ὑπαντιάσονται

(그들은) 접되겠다

기원법단수 ὑπαντιασοίμην

(나는) 접되겠기를 (바라다)

ὑπαντιάσοιο

(너는) 접되겠기를 (바라다)

ὑπαντιάσοιτο

(그는) 접되겠기를 (바라다)

쌍수 ὑπαντιάσοισθον

(너희 둘은) 접되겠기를 (바라다)

ὑπαντιασοίσθην

(그 둘은) 접되겠기를 (바라다)

복수 ὑπαντιασοίμεθα

(우리는) 접되겠기를 (바라다)

ὑπαντιάσοισθε

(너희는) 접되겠기를 (바라다)

ὑπαντιάσοιντο

(그들은) 접되겠기를 (바라다)

부정사 ὑπαντιάσεσθαι

접될 것

분사 남성여성중성
ὑπαντιασομενος

ὑπαντιασομενου

ὑπαντιασομενη

ὑπαντιασομενης

ὑπαντιασομενον

ὑπαντιασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπήντιαζον

(나는) 접하고 있었다

ὑπήντιαζες

(너는) 접하고 있었다

ὑπήντιαζεν*

(그는) 접하고 있었다

쌍수 ὑπηντῖαζετον

(너희 둘은) 접하고 있었다

ὑπηντίαζετην

(그 둘은) 접하고 있었다

복수 ὑπηντῖαζομεν

(우리는) 접하고 있었다

ὑπηντῖαζετε

(너희는) 접하고 있었다

ὑπήντιαζον

(그들은) 접하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπηντίαζομην

(나는) 접되고 있었다

ὑπηντῖαζου

(너는) 접되고 있었다

ὑπηντῖαζετο

(그는) 접되고 있었다

쌍수 ὑπηντῖαζεσθον

(너희 둘은) 접되고 있었다

ὑπηντίαζεσθην

(그 둘은) 접되고 있었다

복수 ὑπηντίαζομεθα

(우리는) 접되고 있었다

ὑπηντῖαζεσθε

(너희는) 접되고 있었다

ὑπηντῖαζοντο

(그들은) 접되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 접하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION