Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑφαντικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ὑφαντικός ὑφαντική ὑφαντικόν

Structure: ὑφαντικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: u(fai/nw

Sense

  1. skilled in weaving, in weaver-like fashion
  2. the art of weaving

Examples

  • ἐπεὶ λέγε μοι, ἔφη, τῆσ λογιστικῆσ τέχνησ ἢ τῆσ γεωμετρικῆσ τί ἐστιν τοιοῦτον ἔργον οἱο͂ν οἰκία οἰκοδομικῆσ ἢ ἱμάτιον ὑφαντικῆσ ἢ ἄλλα τοιαῦτ’ ἔργα, ἃ πολλὰ ἄν τισ ἔχοι πολλῶν τεχνῶν δεῖξαι; (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 257:4)
  • οὐ γὰρ τῆσ ὑφαντικῆσ ἔρια ποιῆσαι, ἀλλὰ χρήσασθαι αὐτοῖσ, καὶ γνῶναι δὲ τὸ ποῖον χρηστὸν καὶ ἐπιτήδειον, ἢ φαῦλον καὶ ἀνεπιτήδειον. (Aristotle, Politics, Book 1 138:1)
  • ἀλλὰ μὴν τῆσ γε θεραπείασ ἀμφισβητήσουσιν αὗται σύμπασαι καὶ τῆσ γενέσεωσ τῆσ τῶν ἱματίων τῇ τῆσ ὑφαντικῆσ δυνάμει, μέγιστον μὲν μέροσ ἐκείνῃ διδοῦσαι, μεγάλα δὲ καὶ σφίσιν αὐταῖσ ἀπονέμουσαι. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 146:5)
  • πότερον οὖν ἡμῖν ὁ περὶ τῆσ ὑφαντικῆσ λόγοσ, οὗ προειλόμεθα μέρουσ, ἱκανῶσ ἔσται διωρισμένοσ, ἐὰν ἄρ’ αὐτὴν τῶν ἐπιμελειῶν ὁπόσαι περὶ τὴν ἐρεᾶν ἐσθῆτα, εἰσ τὴν καλλίστην καὶ μεγίστην πασῶν τιθῶμεν· (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 147:4)
  • καὶ μὴν τό γε τῆσ ὑφαντικῆσ μέροσ ὃ προυθέμεθα, παντί που δῆλον ἤδη. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 157:2)

Synonyms

  1. the art of weaving

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION