Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑφαντικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ὑφαντικός ὑφαντική ὑφαντικόν

Structure: ὑφαντικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: u(fai/nw

Sense

  1. skilled in weaving, in weaver-like fashion
  2. the art of weaving

Examples

  • βούλει πρὸσ Διόσ, ὦ Σώκρατεσ, εἰ μή τι πρόχειρον ἕτερον ἔχομεν, ἀλλ’ οὖν τήν γε ὑφαντικὴν προελώμεθα; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 134:1)
  • τί δῆτα οὐ, καθάπερ ἐν τοῖσ ἔμπροσθε τέμνοντεσ μέρη μερῶν ἕκαστον διῃρούμεθα, καὶ νῦν περὶ ὑφαντικὴν ταὐτὸν τοῦτ’ ἐδράσαμεν, καὶ κατὰ δύναμιν ὅτι μάλιστα διὰ βραχέων ταχὺ πάντ’ ἐπελθόντεσ πάλιν ἤλθομεν ἐπὶ τὸ νῦν χρήσιμον; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 134:6)
  • φῶμεν δὲ καὶ ὑφαντικήν, ὅσον ἐπὶ τῇ τῶν ἱματίων ἐργασίᾳ μέγιστον ἦν μόριον, μηδὲν διαφέρειν πλὴν ὀνόματι ταύτησ τῆσ ἱματιουργικῆσ, καθάπερ κἀκεῖ τότε τὴν βασιλικὴν τῆσ πολιτικῆσ; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 139:1)
  • τὸ μετὰ τοῦτο δὴ συλλογισώμεθα ὅτι τὴν ἱματίων ὑφαντικὴν οὕτω ῥηθεῖσάν τισ τάχ’ ἂν ἱκανῶσ εἰρῆσθαι δόξειεν, μὴ δυνάμενοσ συννοεῖν ὅτι τῶν μὲν ἐγγὺσ συνεργῶν οὔπω διώρισται, πολλῶν δὲ ἑτέρων συγγενῶν ἀπεμερίσθη. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 139:3)
  • καὶ δὴ καὶ τὴν μαγευτικὴν τὴν περὶ τὰ ἀλεξιφάρμακα κατ’ ἀρχὰσ εὐθὺσ διωρισάμεθα σύμπασαν, καὶ λελοίπαμεν, ὡσ δόξαιμεν ἄν, αὐτὴν τὴν ζητηθεῖσαν ἀμυντικὴν χειμώνων, ἐρεοῦ προβλήματοσ ἐργαστικήν, ὄνομα δὲ ὑφαντικὴν λεχθεῖσαν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 143:1)

Synonyms

  1. the art of weaving

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION