Ancient Greek-English Dictionary Language

τυπόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τυπόω

Structure: τυπό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to form, mould, model

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τύπω τύποις τύποι
Dual τύπουτον τύπουτον
Plural τύπουμεν τύπουτε τύπουσιν*
SubjunctiveSingular τύπω τύποις τύποι
Dual τύπωτον τύπωτον
Plural τύπωμεν τύπωτε τύπωσιν*
OptativeSingular τύποιμι τύποις τύποι
Dual τύποιτον τυποίτην
Plural τύποιμεν τύποιτε τύποιεν
ImperativeSingular τῦπου τυποῦτω
Dual τύπουτον τυποῦτων
Plural τύπουτε τυποῦντων, τυποῦτωσαν
Infinitive τύπουν
Participle MasculineFeminineNeuter
τυπων τυπουντος τυπουσα τυπουσης τυπουν τυπουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τύπουμαι τύποι τύπουται
Dual τύπουσθον τύπουσθον
Plural τυποῦμεθα τύπουσθε τύπουνται
SubjunctiveSingular τύπωμαι τύποι τύπωται
Dual τύπωσθον τύπωσθον
Plural τυπώμεθα τύπωσθε τύπωνται
OptativeSingular τυποίμην τύποιο τύποιτο
Dual τύποισθον τυποίσθην
Plural τυποίμεθα τύποισθε τύποιντο
ImperativeSingular τύπου τυποῦσθω
Dual τύπουσθον τυποῦσθων
Plural τύπουσθε τυποῦσθων, τυποῦσθωσαν
Infinitive τύπουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τυπουμενος τυπουμενου τυπουμενη τυπουμενης τυπουμενον τυπουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • αὕτη πόλεμον ἐν τύπῳ γραμμάτων περιέχουσα μονονοὺκ ἐπιλαβομένη μου τῆσ χειρὸσ ἐξήγειρεν· (Demades, On the Twelve Years, 56:3)
  • οἰκονομίαι δέ εἰσι τέσσαρεσ, ὡσ ἐν τύπῳ διελέσθαι τὰσ γὰρ ἄλλασ εἰσ τοῦτο ἐμπιπτούσασ εὑρήσομεν, βασιλική σατραπική πολιτική ἰδιωτική. (Aristotle, Economics, Book 2 4:1)
  • τύπῳ δ’ ἂν ἀφορισθείη κοινότερον μὲν τὸ κατὰ δύναμιν πεφυκὸσ γίγνεσθαι, κυριώτερον δὲ ταὐτὸ τοῦτο, ὁπόταν μηδὲν ἔξωθεν ἔχῃ πρὸσ τὸ γίγνεσθαι ἐμποδών. (Plutarch, De fato, section 6 6:2)
  • "ὅθεν ὁ πάντων εὐδαιμονέστατοσ Σαρδανάπαλλοσ, ὁ παρ’ ὅλον τὸν βίον τιμήσασ τὰσ ἀπολαύσεισ, καὶ τελευτήσασ δείκνυσιν ἐν τῷ τοῦ μνήματοσ τύπῳ τοῖσ δακτύλοισ ἀποκροτοῦντι οἱού καταγέλωτόσ ἐστιν ἄξια τὰ τῶν ἀνθρώπων πράγματα, οὐκ ἄξια ὄντα ψόφου δακτύλων ὃν πεποίηται ποιούμενοσ δὶσ ἐν χορῷ ἡ περὶ τὰ λοιπὰ σπουδή, φαίνεται γοῦν οὐκ ἄπρακτοσ γενόμενοσ Σαρδανάπαλλοσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:146)
  • ἦν δὲ τοιοῦτον, ὡσ τύπῳ φράσαι, τὸ γινόμενον. (Plutarch, , chapter 7 4:2)

Synonyms

  1. to form

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION