τοτέ?
Adverb;
Transliteration: tote
Principal Part:
τοτέ
Sense
- at times, now and then, at one time . . , at another . .
- καὶ διώδευσεν Ἅβραμ τὴν γῆν εἰς τὸ μῆκος αὐτῆς ἕως τοῦ τόπου Συχέμ, ἐπὶ τὴν δρῦν τὴν ὑψηλήν. οἱ δὲ Χαναναῖοι τότε κατῴκουν τὴν γῆν. (Septuagint, Liber Genesis 12:6)
- καὶ ἐγένετο μάχη ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων τῶν κτηνῶν τοῦ Ἅβραμ καὶ ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων τῶν κτηνῶν τοῦ Λώτ. οἱ δὲ Χαναναῖοι καὶ οἱ Φερεζαῖοι τότε κατῴκουν τὴν γῆν. (Septuagint, Liber Genesis 13:7)
- τότε ἀθῷος ἔσῃ ἀπὸ τῆς ἀρᾶς μου. ἡνίκα γὰρ ἐὰν ἔλθῃς εἰς τὴν φυλήν μου καὶ μή σοι δῶσι, καὶ ἔσῃ ἀθῷος ἀπὸ τοῦ ὁρκισμοῦ μου. (Septuagint, Liber Genesis 24:41)
- ἐξύβρισας ὡς ὕδωρ, μὴ ἐκζέσῃς. ἀνέβης γὰρ ἐπὶ τὴν κοίτην τοῦ πατρός σου. τότε ἐμίανας τὴν στρωμνήν, οὗ ἀνέβης. (Septuagint, Liber Genesis 49:4)
- καὶ πάντα οἰκέτην ἢ ἀργυρώνητον περιτεμεῖς αὐτόν, καὶ τότε φάγεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Exodus 12:44)
Synonyms
-
at times
- τηνίκα (at that time, then;)
- τότε (at that time, then)
- ἄλλοτε (at another time, at other times, at one time . . )
- ἔσθ ὅτε (now and then, sometimes)
- ἑτέρωθι? (at another time)