Ancient Greek-English Dictionary Language

τορέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τορέω

Structure: τορέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: to/ros

Sense

  1. I bore, I pierce
  2. I proclaim in shrill, piercing tones
  3. I work, I shape

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τόρω τόρεις τόρει
Dual τόρειτον τόρειτον
Plural τόρουμεν τόρειτε τόρουσιν*
SubjunctiveSingular τόρω τόρῃς τόρῃ
Dual τόρητον τόρητον
Plural τόρωμεν τόρητε τόρωσιν*
OptativeSingular τόροιμι τόροις τόροι
Dual τόροιτον τοροίτην
Plural τόροιμεν τόροιτε τόροιεν
ImperativeSingular το͂ρει τορεῖτω
Dual τόρειτον τορεῖτων
Plural τόρειτε τοροῦντων, τορεῖτωσαν
Infinitive τόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τορων τορουντος τορουσα τορουσης τορουν τορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τόρουμαι τόρει, τόρῃ τόρειται
Dual τόρεισθον τόρεισθον
Plural τοροῦμεθα τόρεισθε τόρουνται
SubjunctiveSingular τόρωμαι τόρῃ τόρηται
Dual τόρησθον τόρησθον
Plural τορώμεθα τόρησθε τόρωνται
OptativeSingular τοροίμην τόροιο τόροιτο
Dual τόροισθον τοροίσθην
Plural τοροίμεθα τόροισθε τόροιντο
ImperativeSingular τόρου τορεῖσθω
Dual τόρεισθον τορεῖσθων
Plural τόρεισθε τορεῖσθων, τορεῖσθωσαν
Infinitive τόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τορουμενος τορουμενου τορουμενη τορουμενης τορουμενον τορουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. I bore

  2. I work

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION