Ancient Greek-English Dictionary Language

τοκίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τοκίζω

Structure: τοκίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: to/kos II. 2

Sense

  1. to lend on interest, to practise

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοκίζω τοκίζεις τοκίζει
Dual τοκίζετον τοκίζετον
Plural τοκίζομεν τοκίζετε τοκίζουσιν*
SubjunctiveSingular τοκίζω τοκίζῃς τοκίζῃ
Dual τοκίζητον τοκίζητον
Plural τοκίζωμεν τοκίζητε τοκίζωσιν*
OptativeSingular τοκίζοιμι τοκίζοις τοκίζοι
Dual τοκίζοιτον τοκιζοίτην
Plural τοκίζοιμεν τοκίζοιτε τοκίζοιεν
ImperativeSingular τόκιζε τοκιζέτω
Dual τοκίζετον τοκιζέτων
Plural τοκίζετε τοκιζόντων, τοκιζέτωσαν
Infinitive τοκίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τοκιζων τοκιζοντος τοκιζουσα τοκιζουσης τοκιζον τοκιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοκίζομαι τοκίζει, τοκίζῃ τοκίζεται
Dual τοκίζεσθον τοκίζεσθον
Plural τοκιζόμεθα τοκίζεσθε τοκίζονται
SubjunctiveSingular τοκίζωμαι τοκίζῃ τοκίζηται
Dual τοκίζησθον τοκίζησθον
Plural τοκιζώμεθα τοκίζησθε τοκίζωνται
OptativeSingular τοκιζοίμην τοκίζοιο τοκίζοιτο
Dual τοκίζοισθον τοκιζοίσθην
Plural τοκιζοίμεθα τοκίζοισθε τοκίζοιντο
ImperativeSingular τοκίζου τοκιζέσθω
Dual τοκίζεσθον τοκιζέσθων
Plural τοκίζεσθε τοκιζέσθων, τοκιζέσθωσαν
Infinitive τοκίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τοκιζομενος τοκιζομενου τοκιζομενη τοκιζομενης τοκιζομενον τοκιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION