Ancient Greek-English Dictionary Language

κατατοκίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: κατατοκίζω

Structure: κατα (Prefix) + τοκίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to beggar by usurious interest, to be thus beggared

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατατοκίζω κατατοκίζεις κατατοκίζει
Dual κατατοκίζετον κατατοκίζετον
Plural κατατοκίζομεν κατατοκίζετε κατατοκίζουσιν*
SubjunctiveSingular κατατοκίζω κατατοκίζῃς κατατοκίζῃ
Dual κατατοκίζητον κατατοκίζητον
Plural κατατοκίζωμεν κατατοκίζητε κατατοκίζωσιν*
OptativeSingular κατατοκίζοιμι κατατοκίζοις κατατοκίζοι
Dual κατατοκίζοιτον κατατοκιζοίτην
Plural κατατοκίζοιμεν κατατοκίζοιτε κατατοκίζοιεν
ImperativeSingular κατατόκιζε κατατοκιζέτω
Dual κατατοκίζετον κατατοκιζέτων
Plural κατατοκίζετε κατατοκιζόντων, κατατοκιζέτωσαν
Infinitive κατατοκίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κατατοκιζων κατατοκιζοντος κατατοκιζουσα κατατοκιζουσης κατατοκιζον κατατοκιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατατοκίζομαι κατατοκίζει, κατατοκίζῃ κατατοκίζεται
Dual κατατοκίζεσθον κατατοκίζεσθον
Plural κατατοκιζόμεθα κατατοκίζεσθε κατατοκίζονται
SubjunctiveSingular κατατοκίζωμαι κατατοκίζῃ κατατοκίζηται
Dual κατατοκίζησθον κατατοκίζησθον
Plural κατατοκιζώμεθα κατατοκίζησθε κατατοκίζωνται
OptativeSingular κατατοκιζοίμην κατατοκίζοιο κατατοκίζοιτο
Dual κατατοκίζοισθον κατατοκιζοίσθην
Plural κατατοκιζοίμεθα κατατοκίζοισθε κατατοκίζοιντο
ImperativeSingular κατατοκίζου κατατοκιζέσθω
Dual κατατοκίζεσθον κατατοκιζέσθων
Plural κατατοκίζεσθε κατατοκιζέσθων, κατατοκιζέσθωσαν
Infinitive κατατοκίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κατατοκιζομενος κατατοκιζομενου κατατοκιζομενη κατατοκιζομενης κατατοκιζομενον κατατοκιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION