헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατατοκίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατατοκίζω

형태분석: κατα (접두사) + τοκίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to beggar by usurious interest, to be thus beggared

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατατοκίζω

κατατοκίζεις

κατατοκίζει

쌍수 κατατοκίζετον

κατατοκίζετον

복수 κατατοκίζομεν

κατατοκίζετε

κατατοκίζουσιν*

접속법단수 κατατοκίζω

κατατοκίζῃς

κατατοκίζῃ

쌍수 κατατοκίζητον

κατατοκίζητον

복수 κατατοκίζωμεν

κατατοκίζητε

κατατοκίζωσιν*

기원법단수 κατατοκίζοιμι

κατατοκίζοις

κατατοκίζοι

쌍수 κατατοκίζοιτον

κατατοκιζοίτην

복수 κατατοκίζοιμεν

κατατοκίζοιτε

κατατοκίζοιεν

명령법단수 κατατόκιζε

κατατοκιζέτω

쌍수 κατατοκίζετον

κατατοκιζέτων

복수 κατατοκίζετε

κατατοκιζόντων, κατατοκιζέτωσαν

부정사 κατατοκίζειν

분사 남성여성중성
κατατοκιζων

κατατοκιζοντος

κατατοκιζουσα

κατατοκιζουσης

κατατοκιζον

κατατοκιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατατοκίζομαι

κατατοκίζει, κατατοκίζῃ

κατατοκίζεται

쌍수 κατατοκίζεσθον

κατατοκίζεσθον

복수 κατατοκιζόμεθα

κατατοκίζεσθε

κατατοκίζονται

접속법단수 κατατοκίζωμαι

κατατοκίζῃ

κατατοκίζηται

쌍수 κατατοκίζησθον

κατατοκίζησθον

복수 κατατοκιζώμεθα

κατατοκίζησθε

κατατοκίζωνται

기원법단수 κατατοκιζοίμην

κατατοκίζοιο

κατατοκίζοιτο

쌍수 κατατοκίζοισθον

κατατοκιζοίσθην

복수 κατατοκιζοίμεθα

κατατοκίζοισθε

κατατοκίζοιντο

명령법단수 κατατοκίζου

κατατοκιζέσθω

쌍수 κατατοκίζεσθον

κατατοκιζέσθων

복수 κατατοκίζεσθε

κατατοκιζέσθων, κατατοκιζέσθωσαν

부정사 κατατοκίζεσθαι

분사 남성여성중성
κατατοκιζομενος

κατατοκιζομενου

κατατοκιζομενη

κατατοκιζομενης

κατατοκιζομενον

κατατοκιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION