헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ταπεινόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ταπεινόω ταπεινώσω

형태분석: ταπεινό (어간) + ω (인칭어미)

어원: tapeino/s

  1. 낮아지다, 떨어뜨리다
  2. 줄이다, 작게 하다, 축소시키다
  3. 낮추다, 겸허하게 하다, 실망시키다
  4. 낮추다, 겸허하게 하다, 실망시키다, 떨어뜨리다
  1. to lower
  2. to lessen, to disparage
  3. to humble, abase
  4. to make lowly, to humble, to humble oneself

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ταπεινῶ

(나는) 낮아진다

ταπεινοῖς

(너는) 낮아진다

ταπεινοῖ

(그는) 낮아진다

쌍수 ταπεινοῦτον

(너희 둘은) 낮아진다

ταπεινοῦτον

(그 둘은) 낮아진다

복수 ταπεινοῦμεν

(우리는) 낮아진다

ταπεινοῦτε

(너희는) 낮아진다

ταπεινοῦσιν*

(그들은) 낮아진다

접속법단수 ταπεινῶ

(나는) 낮아지자

ταπεινοῖς

(너는) 낮아지자

ταπεινοῖ

(그는) 낮아지자

쌍수 ταπεινῶτον

(너희 둘은) 낮아지자

ταπεινῶτον

(그 둘은) 낮아지자

복수 ταπεινῶμεν

(우리는) 낮아지자

ταπεινῶτε

(너희는) 낮아지자

ταπεινῶσιν*

(그들은) 낮아지자

기원법단수 ταπεινοῖμι

(나는) 낮아지기를 (바라다)

ταπεινοῖς

(너는) 낮아지기를 (바라다)

ταπεινοῖ

(그는) 낮아지기를 (바라다)

쌍수 ταπεινοῖτον

(너희 둘은) 낮아지기를 (바라다)

ταπεινοίτην

(그 둘은) 낮아지기를 (바라다)

복수 ταπεινοῖμεν

(우리는) 낮아지기를 (바라다)

ταπεινοῖτε

(너희는) 낮아지기를 (바라다)

ταπεινοῖεν

(그들은) 낮아지기를 (바라다)

명령법단수 ταπείνου

(너는) 낮아져라

ταπεινούτω

(그는) 낮아져라

쌍수 ταπεινοῦτον

(너희 둘은) 낮아져라

ταπεινούτων

(그 둘은) 낮아져라

복수 ταπεινοῦτε

(너희는) 낮아져라

ταπεινούντων, ταπεινούτωσαν

(그들은) 낮아져라

부정사 ταπεινοῦν

낮아지는 것

분사 남성여성중성
ταπεινων

ταπεινουντος

ταπεινουσα

ταπεινουσης

ταπεινουν

ταπεινουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ταπεινοῦμαι

(나는) 낮아져진다

ταπεινοῖ

(너는) 낮아져진다

ταπεινοῦται

(그는) 낮아져진다

쌍수 ταπεινοῦσθον

(너희 둘은) 낮아져진다

ταπεινοῦσθον

(그 둘은) 낮아져진다

복수 ταπεινούμεθα

(우리는) 낮아져진다

ταπεινοῦσθε

(너희는) 낮아져진다

ταπεινοῦνται

(그들은) 낮아져진다

접속법단수 ταπεινῶμαι

(나는) 낮아져지자

ταπεινοῖ

(너는) 낮아져지자

ταπεινῶται

(그는) 낮아져지자

쌍수 ταπεινῶσθον

(너희 둘은) 낮아져지자

ταπεινῶσθον

(그 둘은) 낮아져지자

복수 ταπεινώμεθα

(우리는) 낮아져지자

ταπεινῶσθε

(너희는) 낮아져지자

ταπεινῶνται

(그들은) 낮아져지자

기원법단수 ταπεινοίμην

(나는) 낮아져지기를 (바라다)

ταπεινοῖο

(너는) 낮아져지기를 (바라다)

ταπεινοῖτο

(그는) 낮아져지기를 (바라다)

쌍수 ταπεινοῖσθον

(너희 둘은) 낮아져지기를 (바라다)

ταπεινοίσθην

(그 둘은) 낮아져지기를 (바라다)

복수 ταπεινοίμεθα

(우리는) 낮아져지기를 (바라다)

ταπεινοῖσθε

(너희는) 낮아져지기를 (바라다)

ταπεινοῖντο

(그들은) 낮아져지기를 (바라다)

명령법단수 ταπεινοῦ

(너는) 낮아져져라

ταπεινούσθω

(그는) 낮아져져라

쌍수 ταπεινοῦσθον

(너희 둘은) 낮아져져라

ταπεινούσθων

(그 둘은) 낮아져져라

복수 ταπεινοῦσθε

(너희는) 낮아져져라

ταπεινούσθων, ταπεινούσθωσαν

(그들은) 낮아져져라

부정사 ταπεινοῦσθαι

낮아져지는 것

분사 남성여성중성
ταπεινουμενος

ταπεινουμενου

ταπεινουμενη

ταπεινουμενης

ταπεινουμενον

ταπεινουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ταπεινώσω

(나는) 낮아지겠다

ταπεινώσεις

(너는) 낮아지겠다

ταπεινώσει

(그는) 낮아지겠다

쌍수 ταπεινώσετον

(너희 둘은) 낮아지겠다

ταπεινώσετον

(그 둘은) 낮아지겠다

복수 ταπεινώσομεν

(우리는) 낮아지겠다

ταπεινώσετε

(너희는) 낮아지겠다

ταπεινώσουσιν*

(그들은) 낮아지겠다

기원법단수 ταπεινώσοιμι

(나는) 낮아지겠기를 (바라다)

ταπεινώσοις

(너는) 낮아지겠기를 (바라다)

ταπεινώσοι

(그는) 낮아지겠기를 (바라다)

쌍수 ταπεινώσοιτον

(너희 둘은) 낮아지겠기를 (바라다)

ταπεινωσοίτην

(그 둘은) 낮아지겠기를 (바라다)

복수 ταπεινώσοιμεν

(우리는) 낮아지겠기를 (바라다)

ταπεινώσοιτε

(너희는) 낮아지겠기를 (바라다)

ταπεινώσοιεν

(그들은) 낮아지겠기를 (바라다)

부정사 ταπεινώσειν

낮아질 것

분사 남성여성중성
ταπεινωσων

ταπεινωσοντος

ταπεινωσουσα

ταπεινωσουσης

ταπεινωσον

ταπεινωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ταπεινώσομαι

(나는) 낮아져지겠다

ταπεινώσει, ταπεινώσῃ

(너는) 낮아져지겠다

ταπεινώσεται

(그는) 낮아져지겠다

쌍수 ταπεινώσεσθον

(너희 둘은) 낮아져지겠다

ταπεινώσεσθον

(그 둘은) 낮아져지겠다

복수 ταπεινωσόμεθα

(우리는) 낮아져지겠다

ταπεινώσεσθε

(너희는) 낮아져지겠다

ταπεινώσονται

(그들은) 낮아져지겠다

기원법단수 ταπεινωσοίμην

(나는) 낮아져지겠기를 (바라다)

ταπεινώσοιο

(너는) 낮아져지겠기를 (바라다)

ταπεινώσοιτο

(그는) 낮아져지겠기를 (바라다)

쌍수 ταπεινώσοισθον

(너희 둘은) 낮아져지겠기를 (바라다)

ταπεινωσοίσθην

(그 둘은) 낮아져지겠기를 (바라다)

복수 ταπεινωσοίμεθα

(우리는) 낮아져지겠기를 (바라다)

ταπεινώσοισθε

(너희는) 낮아져지겠기를 (바라다)

ταπεινώσοιντο

(그들은) 낮아져지겠기를 (바라다)

부정사 ταπεινώσεσθαι

낮아져질 것

분사 남성여성중성
ταπεινωσομενος

ταπεινωσομενου

ταπεινωσομενη

ταπεινωσομενης

ταπεινωσομενον

ταπεινωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐταπείνουν

(나는) 낮아지고 있었다

ἐταπείνους

(너는) 낮아지고 있었다

ἐταπείνουν*

(그는) 낮아지고 있었다

쌍수 ἐταπεινοῦτον

(너희 둘은) 낮아지고 있었다

ἐταπεινούτην

(그 둘은) 낮아지고 있었다

복수 ἐταπεινοῦμεν

(우리는) 낮아지고 있었다

ἐταπεινοῦτε

(너희는) 낮아지고 있었다

ἐταπείνουν

(그들은) 낮아지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐταπεινούμην

(나는) 낮아져지고 있었다

ἐταπεινοῦ

(너는) 낮아져지고 있었다

ἐταπεινοῦτο

(그는) 낮아져지고 있었다

쌍수 ἐταπεινοῦσθον

(너희 둘은) 낮아져지고 있었다

ἐταπεινούσθην

(그 둘은) 낮아져지고 있었다

복수 ἐταπεινούμεθα

(우리는) 낮아져지고 있었다

ἐταπεινοῦσθε

(너희는) 낮아져지고 있었다

ἐταπεινοῦντο

(그들은) 낮아져지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Κύριοσ πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ. (Septuagint, Liber I Samuelis 2:7)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 2:7)

  • καὶ ἐν παντὶ καιρῷ εὐλόγει Κύριον τὸν Θεὸν καὶ παῤ αὐτοῦ αἴτησον, ὅπωσ αἱ ὁδοί σου εὐθεῖαι γένωνται, καὶ πᾶσαι αἱ τρίβοι καὶ βουλαί σου εὐοδωθῶσι. διότι πᾶν ἔθνοσ οὐκ ἔχει βουλήν, ἀλλ̓ αὐτὸσ ὁ Κύριοσ δίδωσι πάντα τὰ ἀγαθὰ καὶ ὃν ἐὰν θέλῃ, ταπεινοῖ, καθὼσ βούλεται. καὶ νῦν, παιδίον, μνημόνευε τῶν ἐντολῶν μου, καὶ μὴ ἐξαλειφθήτωσαν ἐκ τῆσ καρδίασ σου. (Septuagint, Liber Thobis 4:19)

    (70인역 성경, 토빗기 4:19)

  • ὅτι ὁ Θεὸσ κριτήσ ἐστι, τοῦτον ταπεινοῖ καὶ τοῦτον ὑψοῖ. (Septuagint, Liber Psalmorum 74:8)

    (70인역 성경, 시편 74:8)

  • Κύριοσ ὑπερηφάνοισ ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖσ δὲ δίδωσιν χάριν. (Septuagint, Liber Proverbiorum 3:34)

    (70인역 성경, 잠언 3:34)

  • πενία ἄνδρα ταπεινοῖ, χεῖρεσ δὲ ἀνδρείων πλουτίζουσιν. (Septuagint, Liber Proverbiorum 10:4)

    (70인역 성경, 잠언 10:4)

유의어

  1. 낮아지다

  2. 줄이다

  3. 낮추다

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION