헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ταλασιουργέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ταλασιουργέω ταλασιουργήσω

형태분석: ταλασιουργέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from talasiourgo/s

  1. to spin wool

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ταλασιούργω

ταλασιούργεις

ταλασιούργει

쌍수 ταλασιούργειτον

ταλασιούργειτον

복수 ταλασιούργουμεν

ταλασιούργειτε

ταλασιούργουσιν*

접속법단수 ταλασιούργω

ταλασιούργῃς

ταλασιούργῃ

쌍수 ταλασιούργητον

ταλασιούργητον

복수 ταλασιούργωμεν

ταλασιούργητε

ταλασιούργωσιν*

기원법단수 ταλασιούργοιμι

ταλασιούργοις

ταλασιούργοι

쌍수 ταλασιούργοιτον

ταλασιουργοίτην

복수 ταλασιούργοιμεν

ταλασιούργοιτε

ταλασιούργοιεν

명령법단수 ταλασιοῦργει

ταλασιουργεῖτω

쌍수 ταλασιούργειτον

ταλασιουργεῖτων

복수 ταλασιούργειτε

ταλασιουργοῦντων, ταλασιουργεῖτωσαν

부정사 ταλασιούργειν

분사 남성여성중성
ταλασιουργων

ταλασιουργουντος

ταλασιουργουσα

ταλασιουργουσης

ταλασιουργουν

ταλασιουργουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ταλασιούργουμαι

ταλασιούργει, ταλασιούργῃ

ταλασιούργειται

쌍수 ταλασιούργεισθον

ταλασιούργεισθον

복수 ταλασιουργοῦμεθα

ταλασιούργεισθε

ταλασιούργουνται

접속법단수 ταλασιούργωμαι

ταλασιούργῃ

ταλασιούργηται

쌍수 ταλασιούργησθον

ταλασιούργησθον

복수 ταλασιουργώμεθα

ταλασιούργησθε

ταλασιούργωνται

기원법단수 ταλασιουργοίμην

ταλασιούργοιο

ταλασιούργοιτο

쌍수 ταλασιούργοισθον

ταλασιουργοίσθην

복수 ταλασιουργοίμεθα

ταλασιούργοισθε

ταλασιούργοιντο

명령법단수 ταλασιούργου

ταλασιουργεῖσθω

쌍수 ταλασιούργεισθον

ταλασιουργεῖσθων

복수 ταλασιούργεισθε

ταλασιουργεῖσθων, ταλασιουργεῖσθωσαν

부정사 ταλασιούργεισθαι

분사 남성여성중성
ταλασιουργουμενος

ταλασιουργουμενου

ταλασιουργουμενη

ταλασιουργουμενης

ταλασιουργουμενον

ταλασιουργουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ταλασιουργήσω

ταλασιουργήσεις

ταλασιουργήσει

쌍수 ταλασιουργήσετον

ταλασιουργήσετον

복수 ταλασιουργήσομεν

ταλασιουργήσετε

ταλασιουργήσουσιν*

기원법단수 ταλασιουργήσοιμι

ταλασιουργήσοις

ταλασιουργήσοι

쌍수 ταλασιουργήσοιτον

ταλασιουργησοίτην

복수 ταλασιουργήσοιμεν

ταλασιουργήσοιτε

ταλασιουργήσοιεν

부정사 ταλασιουργήσειν

분사 남성여성중성
ταλασιουργησων

ταλασιουργησοντος

ταλασιουργησουσα

ταλασιουργησουσης

ταλασιουργησον

ταλασιουργησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ταλασιουργήσομαι

ταλασιουργήσει, ταλασιουργήσῃ

ταλασιουργήσεται

쌍수 ταλασιουργήσεσθον

ταλασιουργήσεσθον

복수 ταλασιουργησόμεθα

ταλασιουργήσεσθε

ταλασιουργήσονται

기원법단수 ταλασιουργησοίμην

ταλασιουργήσοιο

ταλασιουργήσοιτο

쌍수 ταλασιουργήσοισθον

ταλασιουργησοίσθην

복수 ταλασιουργησοίμεθα

ταλασιουργήσοισθε

ταλασιουργήσοιντο

부정사 ταλασιουργήσεσθαι

분사 남성여성중성
ταλασιουργησομενος

ταλασιουργησομενου

ταλασιουργησομενη

ταλασιουργησομενης

ταλασιουργησομενον

ταλασιουργησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν δὲ ταλασίᾳ καὶ τὰσ γυναῖκασ ἐπεδείκνυεν ἀρχούσασ τῶν ἀνδρῶν διὰ τὸ τὰσ μὲν εἰδέναι ὅπωσ χρὴ ταλασιουργεῖν, τοὺσ δὲ μὴ εἰδέναι. (Xenophon, Memorabilia, , chapter 9 16:3)

    (크세노폰, Memorabilia, , chapter 9 16:3)

  • καὶ αὐτούσ, πατρὸσ δ’ ἦσαν ὀρφανοί, ἡ μήτηρ προσέταξεν ἱστῶν μαθήσει ποιήσεωσ, οὐκ ὄντοσ ἀπρεποῦσ τοῖσ ἐπιχωρίοισ ὥστε τοὺσ ἄνδρασ ταλασιουργεῖν παρ’ αὐτοῖσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 18 372:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 18 372:2)

유의어

  1. to spin wool

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION