헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνυπουργέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνυπουργέω συνυπουργήσω

형태분석: συν (접두사) + ὑπουργέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to cooperate with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνυπούργω

συνυπούργεις

συνυπούργει

쌍수 συνυπούργειτον

συνυπούργειτον

복수 συνυπούργουμεν

συνυπούργειτε

συνυπούργουσιν*

접속법단수 συνυπούργω

συνυπούργῃς

συνυπούργῃ

쌍수 συνυπούργητον

συνυπούργητον

복수 συνυπούργωμεν

συνυπούργητε

συνυπούργωσιν*

기원법단수 συνυπούργοιμι

συνυπούργοις

συνυπούργοι

쌍수 συνυπούργοιτον

συνυπουργοίτην

복수 συνυπούργοιμεν

συνυπούργοιτε

συνυπούργοιεν

명령법단수 συνυποῦργει

συνυπουργεῖτω

쌍수 συνυπούργειτον

συνυπουργεῖτων

복수 συνυπούργειτε

συνυπουργοῦντων, συνυπουργεῖτωσαν

부정사 συνυπούργειν

분사 남성여성중성
συνυπουργων

συνυπουργουντος

συνυπουργουσα

συνυπουργουσης

συνυπουργουν

συνυπουργουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνυπούργουμαι

συνυπούργει, συνυπούργῃ

συνυπούργειται

쌍수 συνυπούργεισθον

συνυπούργεισθον

복수 συνυπουργοῦμεθα

συνυπούργεισθε

συνυπούργουνται

접속법단수 συνυπούργωμαι

συνυπούργῃ

συνυπούργηται

쌍수 συνυπούργησθον

συνυπούργησθον

복수 συνυπουργώμεθα

συνυπούργησθε

συνυπούργωνται

기원법단수 συνυπουργοίμην

συνυπούργοιο

συνυπούργοιτο

쌍수 συνυπούργοισθον

συνυπουργοίσθην

복수 συνυπουργοίμεθα

συνυπούργοισθε

συνυπούργοιντο

명령법단수 συνυπούργου

συνυπουργεῖσθω

쌍수 συνυπούργεισθον

συνυπουργεῖσθων

복수 συνυπούργεισθε

συνυπουργεῖσθων, συνυπουργεῖσθωσαν

부정사 συνυπούργεισθαι

분사 남성여성중성
συνυπουργουμενος

συνυπουργουμενου

συνυπουργουμενη

συνυπουργουμενης

συνυπουργουμενον

συνυπουργουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνυπουργήσω

συνυπουργήσεις

συνυπουργήσει

쌍수 συνυπουργήσετον

συνυπουργήσετον

복수 συνυπουργήσομεν

συνυπουργήσετε

συνυπουργήσουσιν*

기원법단수 συνυπουργήσοιμι

συνυπουργήσοις

συνυπουργήσοι

쌍수 συνυπουργήσοιτον

συνυπουργησοίτην

복수 συνυπουργήσοιμεν

συνυπουργήσοιτε

συνυπουργήσοιεν

부정사 συνυπουργήσειν

분사 남성여성중성
συνυπουργησων

συνυπουργησοντος

συνυπουργησουσα

συνυπουργησουσης

συνυπουργησον

συνυπουργησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνυπουργήσομαι

συνυπουργήσει, συνυπουργήσῃ

συνυπουργήσεται

쌍수 συνυπουργήσεσθον

συνυπουργήσεσθον

복수 συνυπουργησόμεθα

συνυπουργήσεσθε

συνυπουργήσονται

기원법단수 συνυπουργησοίμην

συνυπουργήσοιο

συνυπουργήσοιτο

쌍수 συνυπουργήσοισθον

συνυπουργησοίσθην

복수 συνυπουργησοίμεθα

συνυπουργήσοισθε

συνυπουργήσοιντο

부정사 συνυπουργήσεσθαι

분사 남성여성중성
συνυπουργησομενος

συνυπουργησομενου

συνυπουργησομενη

συνυπουργησομενης

συνυπουργησομενον

συνυπουργησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to cooperate with

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION