Ancient Greek-English Dictionary Language

συνθετικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: συνθετικός

Structure: συνθετικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sunti/qhmi

Sense

  1. skilled in putting together, constructive
  2. component

Examples

  • εἴ τίσ που τῶν συνθετικῶν ἐπιστημῶν πρᾶγμα ὁτιοῦν τῶν αὑτῆσ ἔργων, κἂν εἰ τὸ φαυλότατον, ἑκοῦσα ἐκ μοχθηρῶν καὶ χρηστῶν τινων συνίστησιν, ἢ πᾶσα ἐπιστήμη πανταχοῦ τὰ μὲν μοχθηρὰ εἰσ δύναμιν ἀποβάλλει, τὰ δὲ ἐπιτήδεια καὶ τὰ χρηστὰ ἔλαβεν, ἐκ τούτων δὲ καὶ ὁμοίων καὶ ἀνομοίων ὄντων, πάντα εἰσ ἓν αὐτὰ συνάγουσα, μίαν τινὰ δύναμιν καὶ ἰδέαν δημιουργεῖ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 309:1)

Synonyms

  1. skilled in putting together

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION