Ancient Greek-English Dictionary Language

συνθετικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: συνθετικός

Structure: συνθετικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sunti/qhmi

Sense

  1. skilled in putting together, constructive
  2. component

Examples

  • δοκεῖ μοι τῆσ συνθετικῆσ ἐπιστήμησ τρία ἔργα εἶναι· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 61)
  • μία μὲν δὴ θεωρία τῆσ συνθετικῆσ ἐπιστήμησ ἡ περὶ αὐτὰ τὰ πρῶτα μόρια καὶ στοιχεῖα τῆσ λέξεωσ ἥδε· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 71)
  • καὶ αὐτὸ δὲ τοῦτο τὸ θεώρημα τῆσ συνθετικῆσ ἐπιστήμησ ἴδιον, πότε δεῖ χρῆσθαι περιόδοισ καὶ μέχρι πόσου καὶ πότε μή. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 926)

Synonyms

  1. skilled in putting together

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION