Ancient Greek-English Dictionary Language

συνθετικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: συνθετικός

Structure: συνθετικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sunti/qhmi

Sense

  1. skilled in putting together, constructive
  2. component

Examples

  • ἵνα δὲ πολὺ μᾶλλον αἴσθηταί τισ, ὅσην ἔχει ῥώμην ἡ συνθετικὴ δύναμισ ἔν τε ποιήμασι καὶ λόγοισ, λήψομαί τινασ εὖ ἔχειν δοκούσασ λέξεισ, ὧν τὰσ ἁρμονίασ μεταθεὶσ ἀλλοῖα φαίνεσθαι ποιήσω καὶ τὰ μέτρα καὶ τοὺσ λόγουσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 41)
  • ὁ γὰρ λογισμὸσ μνήμη τίσ ἐστι συνθετικὴ τῶν μετ’ αἰσθήσιοσ ληφθέντων. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, PARAGGELIAI, i.3)

Synonyms

  1. skilled in putting together

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION