헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνολισθαίνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνολισθαίνω συνολισθήσω

형태분석: συνολισθαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to slip and fall together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνολισθαίνω

συνολισθαίνεις

συνολισθαίνει

쌍수 συνολισθαίνετον

συνολισθαίνετον

복수 συνολισθαίνομεν

συνολισθαίνετε

συνολισθαίνουσιν*

접속법단수 συνολισθαίνω

συνολισθαίνῃς

συνολισθαίνῃ

쌍수 συνολισθαίνητον

συνολισθαίνητον

복수 συνολισθαίνωμεν

συνολισθαίνητε

συνολισθαίνωσιν*

기원법단수 συνολισθαίνοιμι

συνολισθαίνοις

συνολισθαίνοι

쌍수 συνολισθαίνοιτον

συνολισθαινοίτην

복수 συνολισθαίνοιμεν

συνολισθαίνοιτε

συνολισθαίνοιεν

명령법단수 συνολίσθαινε

συνολισθαινέτω

쌍수 συνολισθαίνετον

συνολισθαινέτων

복수 συνολισθαίνετε

συνολισθαινόντων, συνολισθαινέτωσαν

부정사 συνολισθαίνειν

분사 남성여성중성
συνολισθαινων

συνολισθαινοντος

συνολισθαινουσα

συνολισθαινουσης

συνολισθαινον

συνολισθαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνολισθαίνομαι

συνολισθαίνει, συνολισθαίνῃ

συνολισθαίνεται

쌍수 συνολισθαίνεσθον

συνολισθαίνεσθον

복수 συνολισθαινόμεθα

συνολισθαίνεσθε

συνολισθαίνονται

접속법단수 συνολισθαίνωμαι

συνολισθαίνῃ

συνολισθαίνηται

쌍수 συνολισθαίνησθον

συνολισθαίνησθον

복수 συνολισθαινώμεθα

συνολισθαίνησθε

συνολισθαίνωνται

기원법단수 συνολισθαινοίμην

συνολισθαίνοιο

συνολισθαίνοιτο

쌍수 συνολισθαίνοισθον

συνολισθαινοίσθην

복수 συνολισθαινοίμεθα

συνολισθαίνοισθε

συνολισθαίνοιντο

명령법단수 συνολισθαίνου

συνολισθαινέσθω

쌍수 συνολισθαίνεσθον

συνολισθαινέσθων

복수 συνολισθαίνεσθε

συνολισθαινέσθων, συνολισθαινέσθωσαν

부정사 συνολισθαίνεσθαι

분사 남성여성중성
συνολισθαινομενος

συνολισθαινομενου

συνολισθαινομενη

συνολισθαινομενης

συνολισθαινομενον

συνολισθαινομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνολισθήσω

συνολισθήσεις

συνολισθήσει

쌍수 συνολισθήσετον

συνολισθήσετον

복수 συνολισθήσομεν

συνολισθήσετε

συνολισθήσουσιν*

기원법단수 συνολισθήσοιμι

συνολισθήσοις

συνολισθήσοι

쌍수 συνολισθήσοιτον

συνολισθησοίτην

복수 συνολισθήσοιμεν

συνολισθήσοιτε

συνολισθήσοιεν

부정사 συνολισθήσειν

분사 남성여성중성
συνολισθησων

συνολισθησοντος

συνολισθησουσα

συνολισθησουσης

συνολισθησον

συνολισθησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνολισθήσομαι

συνολισθήσει, συνολισθήσῃ

συνολισθήσεται

쌍수 συνολισθήσεσθον

συνολισθήσεσθον

복수 συνολισθησόμεθα

συνολισθήσεσθε

συνολισθήσονται

기원법단수 συνολισθησοίμην

συνολισθήσοιο

συνολισθήσοιτο

쌍수 συνολισθήσοισθον

συνολισθησοίσθην

복수 συνολισθησοίμεθα

συνολισθήσοισθε

συνολισθήσοιντο

부정사 συνολισθήσεσθαι

분사 남성여성중성
συνολισθησομενος

συνολισθησομενου

συνολισθησομενη

συνολισθησομενης

συνολισθησομενον

συνολισθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to slip and fall together

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION