헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεπαινέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνεπαινέω συνεπαινέσω

형태분석: συνεπαινέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 찬성하다, 동의하다, 같이 나르다, 이끌다, 같이 돌다, 입증하다, 승인하다
  1. to approve, together, give joint assent, consent, to join in the recommendation, to consent or agree to
  2. to join in praising

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπαινῶ

(나는) 찬성한다

συνεπαινεῖς

(너는) 찬성한다

συνεπαινεῖ

(그는) 찬성한다

쌍수 συνεπαινεῖτον

(너희 둘은) 찬성한다

συνεπαινεῖτον

(그 둘은) 찬성한다

복수 συνεπαινοῦμεν

(우리는) 찬성한다

συνεπαινεῖτε

(너희는) 찬성한다

συνεπαινοῦσιν*

(그들은) 찬성한다

접속법단수 συνεπαινῶ

(나는) 찬성하자

συνεπαινῇς

(너는) 찬성하자

συνεπαινῇ

(그는) 찬성하자

쌍수 συνεπαινῆτον

(너희 둘은) 찬성하자

συνεπαινῆτον

(그 둘은) 찬성하자

복수 συνεπαινῶμεν

(우리는) 찬성하자

συνεπαινῆτε

(너희는) 찬성하자

συνεπαινῶσιν*

(그들은) 찬성하자

기원법단수 συνεπαινοῖμι

(나는) 찬성하기를 (바라다)

συνεπαινοῖς

(너는) 찬성하기를 (바라다)

συνεπαινοῖ

(그는) 찬성하기를 (바라다)

쌍수 συνεπαινοῖτον

(너희 둘은) 찬성하기를 (바라다)

συνεπαινοίτην

(그 둘은) 찬성하기를 (바라다)

복수 συνεπαινοῖμεν

(우리는) 찬성하기를 (바라다)

συνεπαινοῖτε

(너희는) 찬성하기를 (바라다)

συνεπαινοῖεν

(그들은) 찬성하기를 (바라다)

명령법단수 συνεπαίνει

(너는) 찬성해라

συνεπαινείτω

(그는) 찬성해라

쌍수 συνεπαινεῖτον

(너희 둘은) 찬성해라

συνεπαινείτων

(그 둘은) 찬성해라

복수 συνεπαινεῖτε

(너희는) 찬성해라

συνεπαινούντων, συνεπαινείτωσαν

(그들은) 찬성해라

부정사 συνεπαινεῖν

찬성하는 것

분사 남성여성중성
συνεπαινων

συνεπαινουντος

συνεπαινουσα

συνεπαινουσης

συνεπαινουν

συνεπαινουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπαινοῦμαι

(나는) 찬성된다

συνεπαινεῖ, συνεπαινῇ

(너는) 찬성된다

συνεπαινεῖται

(그는) 찬성된다

쌍수 συνεπαινεῖσθον

(너희 둘은) 찬성된다

συνεπαινεῖσθον

(그 둘은) 찬성된다

복수 συνεπαινούμεθα

(우리는) 찬성된다

συνεπαινεῖσθε

(너희는) 찬성된다

συνεπαινοῦνται

(그들은) 찬성된다

접속법단수 συνεπαινῶμαι

(나는) 찬성되자

συνεπαινῇ

(너는) 찬성되자

συνεπαινῆται

(그는) 찬성되자

쌍수 συνεπαινῆσθον

(너희 둘은) 찬성되자

συνεπαινῆσθον

(그 둘은) 찬성되자

복수 συνεπαινώμεθα

(우리는) 찬성되자

συνεπαινῆσθε

(너희는) 찬성되자

συνεπαινῶνται

(그들은) 찬성되자

기원법단수 συνεπαινοίμην

(나는) 찬성되기를 (바라다)

συνεπαινοῖο

(너는) 찬성되기를 (바라다)

συνεπαινοῖτο

(그는) 찬성되기를 (바라다)

쌍수 συνεπαινοῖσθον

(너희 둘은) 찬성되기를 (바라다)

συνεπαινοίσθην

(그 둘은) 찬성되기를 (바라다)

복수 συνεπαινοίμεθα

(우리는) 찬성되기를 (바라다)

συνεπαινοῖσθε

(너희는) 찬성되기를 (바라다)

συνεπαινοῖντο

(그들은) 찬성되기를 (바라다)

명령법단수 συνεπαινοῦ

(너는) 찬성되어라

συνεπαινείσθω

(그는) 찬성되어라

쌍수 συνεπαινεῖσθον

(너희 둘은) 찬성되어라

συνεπαινείσθων

(그 둘은) 찬성되어라

복수 συνεπαινεῖσθε

(너희는) 찬성되어라

συνεπαινείσθων, συνεπαινείσθωσαν

(그들은) 찬성되어라

부정사 συνεπαινεῖσθαι

찬성되는 것

분사 남성여성중성
συνεπαινουμενος

συνεπαινουμενου

συνεπαινουμενη

συνεπαινουμενης

συνεπαινουμενον

συνεπαινουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπαινέσω

(나는) 찬성하겠다

συνεπαινέσεις

(너는) 찬성하겠다

συνεπαινέσει

(그는) 찬성하겠다

쌍수 συνεπαινέσετον

(너희 둘은) 찬성하겠다

συνεπαινέσετον

(그 둘은) 찬성하겠다

복수 συνεπαινέσομεν

(우리는) 찬성하겠다

συνεπαινέσετε

(너희는) 찬성하겠다

συνεπαινέσουσιν*

(그들은) 찬성하겠다

기원법단수 συνεπαινέσοιμι

(나는) 찬성하겠기를 (바라다)

συνεπαινέσοις

(너는) 찬성하겠기를 (바라다)

συνεπαινέσοι

(그는) 찬성하겠기를 (바라다)

쌍수 συνεπαινέσοιτον

(너희 둘은) 찬성하겠기를 (바라다)

συνεπαινεσοίτην

(그 둘은) 찬성하겠기를 (바라다)

복수 συνεπαινέσοιμεν

(우리는) 찬성하겠기를 (바라다)

συνεπαινέσοιτε

(너희는) 찬성하겠기를 (바라다)

συνεπαινέσοιεν

(그들은) 찬성하겠기를 (바라다)

부정사 συνεπαινέσειν

찬성할 것

분사 남성여성중성
συνεπαινεσων

συνεπαινεσοντος

συνεπαινεσουσα

συνεπαινεσουσης

συνεπαινεσον

συνεπαινεσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπαινέσομαι

(나는) 찬성되겠다

συνεπαινέσει, συνεπαινέσῃ

(너는) 찬성되겠다

συνεπαινέσεται

(그는) 찬성되겠다

쌍수 συνεπαινέσεσθον

(너희 둘은) 찬성되겠다

συνεπαινέσεσθον

(그 둘은) 찬성되겠다

복수 συνεπαινεσόμεθα

(우리는) 찬성되겠다

συνεπαινέσεσθε

(너희는) 찬성되겠다

συνεπαινέσονται

(그들은) 찬성되겠다

기원법단수 συνεπαινεσοίμην

(나는) 찬성되겠기를 (바라다)

συνεπαινέσοιο

(너는) 찬성되겠기를 (바라다)

συνεπαινέσοιτο

(그는) 찬성되겠기를 (바라다)

쌍수 συνεπαινέσοισθον

(너희 둘은) 찬성되겠기를 (바라다)

συνεπαινεσοίσθην

(그 둘은) 찬성되겠기를 (바라다)

복수 συνεπαινεσοίμεθα

(우리는) 찬성되겠기를 (바라다)

συνεπαινέσοισθε

(너희는) 찬성되겠기를 (바라다)

συνεπαινέσοιντο

(그들은) 찬성되겠기를 (바라다)

부정사 συνεπαινέσεσθαι

찬성될 것

분사 남성여성중성
συνεπαινεσομενος

συνεπαινεσομενου

συνεπαινεσομενη

συνεπαινεσομενης

συνεπαινεσομενον

συνεπαινεσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσυνεπαίνουν

(나는) 찬성하고 있었다

ἐσυνεπαίνεις

(너는) 찬성하고 있었다

ἐσυνεπαίνειν*

(그는) 찬성하고 있었다

쌍수 ἐσυνεπαινεῖτον

(너희 둘은) 찬성하고 있었다

ἐσυνεπαινείτην

(그 둘은) 찬성하고 있었다

복수 ἐσυνεπαινοῦμεν

(우리는) 찬성하고 있었다

ἐσυνεπαινεῖτε

(너희는) 찬성하고 있었다

ἐσυνεπαίνουν

(그들은) 찬성하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσυνεπαινούμην

(나는) 찬성되고 있었다

ἐσυνεπαινοῦ

(너는) 찬성되고 있었다

ἐσυνεπαινεῖτο

(그는) 찬성되고 있었다

쌍수 ἐσυνεπαινεῖσθον

(너희 둘은) 찬성되고 있었다

ἐσυνεπαινείσθην

(그 둘은) 찬성되고 있었다

복수 ἐσυνεπαινούμεθα

(우리는) 찬성되고 있었다

ἐσυνεπαινεῖσθε

(너희는) 찬성되고 있었다

ἐσυνεπαινοῦντο

(그들은) 찬성되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ναὶ μὰ Δί’, ἔφην ἐγώ, ἅ τε οἱ θεοὶ ἔφυσάν σε δύνασθαι καὶ ὁ νόμοσ συνεπαινεῖ, ταῦτα πειρῶ ὡσ βέλτιστα ποιεῖν. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 7 17:2)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 7 17:2)

  • συνεπαινεῖ δέ, ἔφη φάναι, καὶ ὁ νόμοσ αὐτά, συζευγνὺσ ἄνδρα καὶ γυναῖκα· (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 7 31:1)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 7 31:1)

유의어

  1. to join in praising

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION