헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεισπράσσω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνεισπράσσω συνεισπράξω

형태분석: συνεισπράσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. 돕다, 도와주다, 늘어뜨리다, 붙잡다
  1. to help, in exacting, from

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεισπράσσω

(나는) 돕는다

συνεισπράσσεις

(너는) 돕는다

συνεισπράσσει

(그는) 돕는다

쌍수 συνεισπράσσετον

(너희 둘은) 돕는다

συνεισπράσσετον

(그 둘은) 돕는다

복수 συνεισπράσσομεν

(우리는) 돕는다

συνεισπράσσετε

(너희는) 돕는다

συνεισπράσσουσιν*

(그들은) 돕는다

접속법단수 συνεισπράσσω

(나는) 돕자

συνεισπράσσῃς

(너는) 돕자

συνεισπράσσῃ

(그는) 돕자

쌍수 συνεισπράσσητον

(너희 둘은) 돕자

συνεισπράσσητον

(그 둘은) 돕자

복수 συνεισπράσσωμεν

(우리는) 돕자

συνεισπράσσητε

(너희는) 돕자

συνεισπράσσωσιν*

(그들은) 돕자

기원법단수 συνεισπράσσοιμι

(나는) 돕기를 (바라다)

συνεισπράσσοις

(너는) 돕기를 (바라다)

συνεισπράσσοι

(그는) 돕기를 (바라다)

쌍수 συνεισπράσσοιτον

(너희 둘은) 돕기를 (바라다)

συνεισπρασσοίτην

(그 둘은) 돕기를 (바라다)

복수 συνεισπράσσοιμεν

(우리는) 돕기를 (바라다)

συνεισπράσσοιτε

(너희는) 돕기를 (바라다)

συνεισπράσσοιεν

(그들은) 돕기를 (바라다)

명령법단수 συνείσπρασσε

(너는) 도워라

συνεισπρασσέτω

(그는) 도워라

쌍수 συνεισπράσσετον

(너희 둘은) 도워라

συνεισπρασσέτων

(그 둘은) 도워라

복수 συνεισπράσσετε

(너희는) 도워라

συνεισπρασσόντων, συνεισπρασσέτωσαν

(그들은) 도워라

부정사 συνεισπράσσειν

돕는 것

분사 남성여성중성
συνεισπρασσων

συνεισπρασσοντος

συνεισπρασσουσα

συνεισπρασσουσης

συνεισπρασσον

συνεισπρασσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεισπράσσομαι

(나는) 도워진다

συνεισπράσσει, συνεισπράσσῃ

(너는) 도워진다

συνεισπράσσεται

(그는) 도워진다

쌍수 συνεισπράσσεσθον

(너희 둘은) 도워진다

συνεισπράσσεσθον

(그 둘은) 도워진다

복수 συνεισπρασσόμεθα

(우리는) 도워진다

συνεισπράσσεσθε

(너희는) 도워진다

συνεισπράσσονται

(그들은) 도워진다

접속법단수 συνεισπράσσωμαι

(나는) 도워지자

συνεισπράσσῃ

(너는) 도워지자

συνεισπράσσηται

(그는) 도워지자

쌍수 συνεισπράσσησθον

(너희 둘은) 도워지자

συνεισπράσσησθον

(그 둘은) 도워지자

복수 συνεισπρασσώμεθα

(우리는) 도워지자

συνεισπράσσησθε

(너희는) 도워지자

συνεισπράσσωνται

(그들은) 도워지자

기원법단수 συνεισπρασσοίμην

(나는) 도워지기를 (바라다)

συνεισπράσσοιο

(너는) 도워지기를 (바라다)

συνεισπράσσοιτο

(그는) 도워지기를 (바라다)

쌍수 συνεισπράσσοισθον

(너희 둘은) 도워지기를 (바라다)

συνεισπρασσοίσθην

(그 둘은) 도워지기를 (바라다)

복수 συνεισπρασσοίμεθα

(우리는) 도워지기를 (바라다)

συνεισπράσσοισθε

(너희는) 도워지기를 (바라다)

συνεισπράσσοιντο

(그들은) 도워지기를 (바라다)

명령법단수 συνεισπράσσου

(너는) 도워져라

συνεισπρασσέσθω

(그는) 도워져라

쌍수 συνεισπράσσεσθον

(너희 둘은) 도워져라

συνεισπρασσέσθων

(그 둘은) 도워져라

복수 συνεισπράσσεσθε

(너희는) 도워져라

συνεισπρασσέσθων, συνεισπρασσέσθωσαν

(그들은) 도워져라

부정사 συνεισπράσσεσθαι

도워지는 것

분사 남성여성중성
συνεισπρασσομενος

συνεισπρασσομενου

συνεισπρασσομενη

συνεισπρασσομενης

συνεισπρασσομενον

συνεισπρασσομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεισπράξω

(나는) 돕겠다

συνεισπράξεις

(너는) 돕겠다

συνεισπράξει

(그는) 돕겠다

쌍수 συνεισπράξετον

(너희 둘은) 돕겠다

συνεισπράξετον

(그 둘은) 돕겠다

복수 συνεισπράξομεν

(우리는) 돕겠다

συνεισπράξετε

(너희는) 돕겠다

συνεισπράξουσιν*

(그들은) 돕겠다

기원법단수 συνεισπράξοιμι

(나는) 돕겠기를 (바라다)

συνεισπράξοις

(너는) 돕겠기를 (바라다)

συνεισπράξοι

(그는) 돕겠기를 (바라다)

쌍수 συνεισπράξοιτον

(너희 둘은) 돕겠기를 (바라다)

συνεισπραξοίτην

(그 둘은) 돕겠기를 (바라다)

복수 συνεισπράξοιμεν

(우리는) 돕겠기를 (바라다)

συνεισπράξοιτε

(너희는) 돕겠기를 (바라다)

συνεισπράξοιεν

(그들은) 돕겠기를 (바라다)

부정사 συνεισπράξειν

도울 것

분사 남성여성중성
συνεισπραξων

συνεισπραξοντος

συνεισπραξουσα

συνεισπραξουσης

συνεισπραξον

συνεισπραξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεισπράξομαι

(나는) 도워지겠다

συνεισπράξει, συνεισπράξῃ

(너는) 도워지겠다

συνεισπράξεται

(그는) 도워지겠다

쌍수 συνεισπράξεσθον

(너희 둘은) 도워지겠다

συνεισπράξεσθον

(그 둘은) 도워지겠다

복수 συνεισπραξόμεθα

(우리는) 도워지겠다

συνεισπράξεσθε

(너희는) 도워지겠다

συνεισπράξονται

(그들은) 도워지겠다

기원법단수 συνεισπραξοίμην

(나는) 도워지겠기를 (바라다)

συνεισπράξοιο

(너는) 도워지겠기를 (바라다)

συνεισπράξοιτο

(그는) 도워지겠기를 (바라다)

쌍수 συνεισπράξοισθον

(너희 둘은) 도워지겠기를 (바라다)

συνεισπραξοίσθην

(그 둘은) 도워지겠기를 (바라다)

복수 συνεισπραξοίμεθα

(우리는) 도워지겠기를 (바라다)

συνεισπράξοισθε

(너희는) 도워지겠기를 (바라다)

συνεισπράξοιντο

(그들은) 도워지겠기를 (바라다)

부정사 συνεισπράξεσθαι

도워질 것

분사 남성여성중성
συνεισπραξομενος

συνεισπραξομενου

συνεισπραξομενη

συνεισπραξομενης

συνεισπραξομενον

συνεισπραξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσυνείσπρασσον

(나는) 돕고 있었다

ἐσυνείσπρασσες

(너는) 돕고 있었다

ἐσυνείσπρασσεν*

(그는) 돕고 있었다

쌍수 ἐσυνεισπράσσετον

(너희 둘은) 돕고 있었다

ἐσυνεισπρασσέτην

(그 둘은) 돕고 있었다

복수 ἐσυνεισπράσσομεν

(우리는) 돕고 있었다

ἐσυνεισπράσσετε

(너희는) 돕고 있었다

ἐσυνείσπρασσον

(그들은) 돕고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσυνεισπρασσόμην

(나는) 도워지고 있었다

ἐσυνεισπράσσου

(너는) 도워지고 있었다

ἐσυνεισπράσσετο

(그는) 도워지고 있었다

쌍수 ἐσυνεισπράσσεσθον

(너희 둘은) 도워지고 있었다

ἐσυνεισπρασσέσθην

(그 둘은) 도워지고 있었다

복수 ἐσυνεισπρασσόμεθα

(우리는) 도워지고 있었다

ἐσυνεισπράσσεσθε

(너희는) 도워지고 있었다

ἐσυνεισπράσσοντο

(그들은) 도워지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 돕다

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION