헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεφεδρεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνεφεδρεύω συνεφεδρεύσω

형태분석: συν (접두사) + ἐφεδρεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 경계하다, 감시하다
  1. to wait to fight the conqueror, to watch closely

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεφεδρεύω

(나는) 경계한다

συνεφεδρεύεις

(너는) 경계한다

συνεφεδρεύει

(그는) 경계한다

쌍수 συνεφεδρεύετον

(너희 둘은) 경계한다

συνεφεδρεύετον

(그 둘은) 경계한다

복수 συνεφεδρεύομεν

(우리는) 경계한다

συνεφεδρεύετε

(너희는) 경계한다

συνεφεδρεύουσιν*

(그들은) 경계한다

접속법단수 συνεφεδρεύω

(나는) 경계하자

συνεφεδρεύῃς

(너는) 경계하자

συνεφεδρεύῃ

(그는) 경계하자

쌍수 συνεφεδρεύητον

(너희 둘은) 경계하자

συνεφεδρεύητον

(그 둘은) 경계하자

복수 συνεφεδρεύωμεν

(우리는) 경계하자

συνεφεδρεύητε

(너희는) 경계하자

συνεφεδρεύωσιν*

(그들은) 경계하자

기원법단수 συνεφεδρεύοιμι

(나는) 경계하기를 (바라다)

συνεφεδρεύοις

(너는) 경계하기를 (바라다)

συνεφεδρεύοι

(그는) 경계하기를 (바라다)

쌍수 συνεφεδρεύοιτον

(너희 둘은) 경계하기를 (바라다)

συνεφεδρευοίτην

(그 둘은) 경계하기를 (바라다)

복수 συνεφεδρεύοιμεν

(우리는) 경계하기를 (바라다)

συνεφεδρεύοιτε

(너희는) 경계하기를 (바라다)

συνεφεδρεύοιεν

(그들은) 경계하기를 (바라다)

명령법단수 συνεφέδρευε

(너는) 경계해라

συνεφεδρευέτω

(그는) 경계해라

쌍수 συνεφεδρεύετον

(너희 둘은) 경계해라

συνεφεδρευέτων

(그 둘은) 경계해라

복수 συνεφεδρεύετε

(너희는) 경계해라

συνεφεδρευόντων, συνεφεδρευέτωσαν

(그들은) 경계해라

부정사 συνεφεδρεύειν

경계하는 것

분사 남성여성중성
συνεφεδρευων

συνεφεδρευοντος

συνεφεδρευουσα

συνεφεδρευουσης

συνεφεδρευον

συνεφεδρευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεφεδρεύομαι

(나는) 경계된다

συνεφεδρεύει, συνεφεδρεύῃ

(너는) 경계된다

συνεφεδρεύεται

(그는) 경계된다

쌍수 συνεφεδρεύεσθον

(너희 둘은) 경계된다

συνεφεδρεύεσθον

(그 둘은) 경계된다

복수 συνεφεδρευόμεθα

(우리는) 경계된다

συνεφεδρεύεσθε

(너희는) 경계된다

συνεφεδρεύονται

(그들은) 경계된다

접속법단수 συνεφεδρεύωμαι

(나는) 경계되자

συνεφεδρεύῃ

(너는) 경계되자

συνεφεδρεύηται

(그는) 경계되자

쌍수 συνεφεδρεύησθον

(너희 둘은) 경계되자

συνεφεδρεύησθον

(그 둘은) 경계되자

복수 συνεφεδρευώμεθα

(우리는) 경계되자

συνεφεδρεύησθε

(너희는) 경계되자

συνεφεδρεύωνται

(그들은) 경계되자

기원법단수 συνεφεδρευοίμην

(나는) 경계되기를 (바라다)

συνεφεδρεύοιο

(너는) 경계되기를 (바라다)

συνεφεδρεύοιτο

(그는) 경계되기를 (바라다)

쌍수 συνεφεδρεύοισθον

(너희 둘은) 경계되기를 (바라다)

συνεφεδρευοίσθην

(그 둘은) 경계되기를 (바라다)

복수 συνεφεδρευοίμεθα

(우리는) 경계되기를 (바라다)

συνεφεδρεύοισθε

(너희는) 경계되기를 (바라다)

συνεφεδρεύοιντο

(그들은) 경계되기를 (바라다)

명령법단수 συνεφεδρεύου

(너는) 경계되어라

συνεφεδρευέσθω

(그는) 경계되어라

쌍수 συνεφεδρεύεσθον

(너희 둘은) 경계되어라

συνεφεδρευέσθων

(그 둘은) 경계되어라

복수 συνεφεδρεύεσθε

(너희는) 경계되어라

συνεφεδρευέσθων, συνεφεδρευέσθωσαν

(그들은) 경계되어라

부정사 συνεφεδρεύεσθαι

경계되는 것

분사 남성여성중성
συνεφεδρευομενος

συνεφεδρευομενου

συνεφεδρευομενη

συνεφεδρευομενης

συνεφεδρευομενον

συνεφεδρευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεφεδρεύσω

(나는) 경계하겠다

συνεφεδρεύσεις

(너는) 경계하겠다

συνεφεδρεύσει

(그는) 경계하겠다

쌍수 συνεφεδρεύσετον

(너희 둘은) 경계하겠다

συνεφεδρεύσετον

(그 둘은) 경계하겠다

복수 συνεφεδρεύσομεν

(우리는) 경계하겠다

συνεφεδρεύσετε

(너희는) 경계하겠다

συνεφεδρεύσουσιν*

(그들은) 경계하겠다

기원법단수 συνεφεδρεύσοιμι

(나는) 경계하겠기를 (바라다)

συνεφεδρεύσοις

(너는) 경계하겠기를 (바라다)

συνεφεδρεύσοι

(그는) 경계하겠기를 (바라다)

쌍수 συνεφεδρεύσοιτον

(너희 둘은) 경계하겠기를 (바라다)

συνεφεδρευσοίτην

(그 둘은) 경계하겠기를 (바라다)

복수 συνεφεδρεύσοιμεν

(우리는) 경계하겠기를 (바라다)

συνεφεδρεύσοιτε

(너희는) 경계하겠기를 (바라다)

συνεφεδρεύσοιεν

(그들은) 경계하겠기를 (바라다)

부정사 συνεφεδρεύσειν

경계할 것

분사 남성여성중성
συνεφεδρευσων

συνεφεδρευσοντος

συνεφεδρευσουσα

συνεφεδρευσουσης

συνεφεδρευσον

συνεφεδρευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεφεδρεύσομαι

(나는) 경계되겠다

συνεφεδρεύσει, συνεφεδρεύσῃ

(너는) 경계되겠다

συνεφεδρεύσεται

(그는) 경계되겠다

쌍수 συνεφεδρεύσεσθον

(너희 둘은) 경계되겠다

συνεφεδρεύσεσθον

(그 둘은) 경계되겠다

복수 συνεφεδρευσόμεθα

(우리는) 경계되겠다

συνεφεδρεύσεσθε

(너희는) 경계되겠다

συνεφεδρεύσονται

(그들은) 경계되겠다

기원법단수 συνεφεδρευσοίμην

(나는) 경계되겠기를 (바라다)

συνεφεδρεύσοιο

(너는) 경계되겠기를 (바라다)

συνεφεδρεύσοιτο

(그는) 경계되겠기를 (바라다)

쌍수 συνεφεδρεύσοισθον

(너희 둘은) 경계되겠기를 (바라다)

συνεφεδρευσοίσθην

(그 둘은) 경계되겠기를 (바라다)

복수 συνεφεδρευσοίμεθα

(우리는) 경계되겠기를 (바라다)

συνεφεδρεύσοισθε

(너희는) 경계되겠기를 (바라다)

συνεφεδρεύσοιντο

(그들은) 경계되겠기를 (바라다)

부정사 συνεφεδρεύσεσθαι

경계될 것

분사 남성여성중성
συνεφεδρευσομενος

συνεφεδρευσομενου

συνεφεδρευσομενη

συνεφεδρευσομενης

συνεφεδρευσομενον

συνεφεδρευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηφέδρευον

(나는) 경계하고 있었다

συνηφέδρευες

(너는) 경계하고 있었다

συνηφέδρευεν*

(그는) 경계하고 있었다

쌍수 συνηφεδρεύετον

(너희 둘은) 경계하고 있었다

συνηφεδρευέτην

(그 둘은) 경계하고 있었다

복수 συνηφεδρεύομεν

(우리는) 경계하고 있었다

συνηφεδρεύετε

(너희는) 경계하고 있었다

συνηφέδρευον

(그들은) 경계하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηφεδρευόμην

(나는) 경계되고 있었다

συνηφεδρεύου

(너는) 경계되고 있었다

συνηφεδρεύετο

(그는) 경계되고 있었다

쌍수 συνηφεδρεύεσθον

(너희 둘은) 경계되고 있었다

συνηφεδρευέσθην

(그 둘은) 경계되고 있었다

복수 συνηφεδρευόμεθα

(우리는) 경계되고 있었다

συνηφεδρεύεσθε

(너희는) 경계되고 있었다

συνηφεδρεύοντο

(그들은) 경계되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 경계하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION