Ancient Greek-English Dictionary Language

συνεξετάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνεξετάζω συνεξετάσω

Structure: συν (Prefix) + ἐξ (Prefix) + ἐτάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to search out and examine along with or together, party or adherents

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνεξετάζω συνεξετάζεις συνεξετάζει
Dual συνεξετάζετον συνεξετάζετον
Plural συνεξετάζομεν συνεξετάζετε συνεξετάζουσιν*
SubjunctiveSingular συνεξετάζω συνεξετάζῃς συνεξετάζῃ
Dual συνεξετάζητον συνεξετάζητον
Plural συνεξετάζωμεν συνεξετάζητε συνεξετάζωσιν*
OptativeSingular συνεξετάζοιμι συνεξετάζοις συνεξετάζοι
Dual συνεξετάζοιτον συνεξεταζοίτην
Plural συνεξετάζοιμεν συνεξετάζοιτε συνεξετάζοιεν
ImperativeSingular συνεξέταζε συνεξεταζέτω
Dual συνεξετάζετον συνεξεταζέτων
Plural συνεξετάζετε συνεξεταζόντων, συνεξεταζέτωσαν
Infinitive συνεξετάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνεξεταζων συνεξεταζοντος συνεξεταζουσα συνεξεταζουσης συνεξεταζον συνεξεταζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνεξετάζομαι συνεξετάζει, συνεξετάζῃ συνεξετάζεται
Dual συνεξετάζεσθον συνεξετάζεσθον
Plural συνεξεταζόμεθα συνεξετάζεσθε συνεξετάζονται
SubjunctiveSingular συνεξετάζωμαι συνεξετάζῃ συνεξετάζηται
Dual συνεξετάζησθον συνεξετάζησθον
Plural συνεξεταζώμεθα συνεξετάζησθε συνεξετάζωνται
OptativeSingular συνεξεταζοίμην συνεξετάζοιο συνεξετάζοιτο
Dual συνεξετάζοισθον συνεξεταζοίσθην
Plural συνεξεταζοίμεθα συνεξετάζοισθε συνεξετάζοιντο
ImperativeSingular συνεξετάζου συνεξεταζέσθω
Dual συνεξετάζεσθον συνεξεταζέσθων
Plural συνεξετάζεσθε συνεξεταζέσθων, συνεξεταζέσθωσαν
Infinitive συνεξετάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνεξεταζομενος συνεξεταζομενου συνεξεταζομενη συνεξεταζομενης συνεξεταζομενον συνεξεταζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνεξετάσω συνεξετάσεις συνεξετάσει
Dual συνεξετάσετον συνεξετάσετον
Plural συνεξετάσομεν συνεξετάσετε συνεξετάσουσιν*
OptativeSingular συνεξετάσοιμι συνεξετάσοις συνεξετάσοι
Dual συνεξετάσοιτον συνεξετασοίτην
Plural συνεξετάσοιμεν συνεξετάσοιτε συνεξετάσοιεν
Infinitive συνεξετάσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνεξετασων συνεξετασοντος συνεξετασουσα συνεξετασουσης συνεξετασον συνεξετασοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνεξετάσομαι συνεξετάσει, συνεξετάσῃ συνεξετάσεται
Dual συνεξετάσεσθον συνεξετάσεσθον
Plural συνεξετασόμεθα συνεξετάσεσθε συνεξετάσονται
OptativeSingular συνεξετασοίμην συνεξετάσοιο συνεξετάσοιτο
Dual συνεξετάσοισθον συνεξετασοίσθην
Plural συνεξετασοίμεθα συνεξετάσοισθε συνεξετάσοιντο
Infinitive συνεξετάσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνεξετασομενος συνεξετασομενου συνεξετασομενη συνεξετασομενης συνεξετασομενον συνεξετασομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to search out and examine along with or together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION