Ancient Greek-English Dictionary Language

συνδιατελέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνδιατελέω συνδιατελῶ

Structure: συν (Prefix) + διατελέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to continue with to the end

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιατελῶ συνδιατελεῖς συνδιατελεῖ
Dual συνδιατελεῖτον συνδιατελεῖτον
Plural συνδιατελοῦμεν συνδιατελεῖτε συνδιατελοῦσιν*
SubjunctiveSingular συνδιατελῶ συνδιατελῇς συνδιατελῇ
Dual συνδιατελῆτον συνδιατελῆτον
Plural συνδιατελῶμεν συνδιατελῆτε συνδιατελῶσιν*
OptativeSingular συνδιατελοῖμι συνδιατελοῖς συνδιατελοῖ
Dual συνδιατελοῖτον συνδιατελοίτην
Plural συνδιατελοῖμεν συνδιατελοῖτε συνδιατελοῖεν
ImperativeSingular συνδιατέλει συνδιατελείτω
Dual συνδιατελεῖτον συνδιατελείτων
Plural συνδιατελεῖτε συνδιατελούντων, συνδιατελείτωσαν
Infinitive συνδιατελεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιατελων συνδιατελουντος συνδιατελουσα συνδιατελουσης συνδιατελουν συνδιατελουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιατελοῦμαι συνδιατελεῖ, συνδιατελῇ συνδιατελεῖται
Dual συνδιατελεῖσθον συνδιατελεῖσθον
Plural συνδιατελούμεθα συνδιατελεῖσθε συνδιατελοῦνται
SubjunctiveSingular συνδιατελῶμαι συνδιατελῇ συνδιατελῆται
Dual συνδιατελῆσθον συνδιατελῆσθον
Plural συνδιατελώμεθα συνδιατελῆσθε συνδιατελῶνται
OptativeSingular συνδιατελοίμην συνδιατελοῖο συνδιατελοῖτο
Dual συνδιατελοῖσθον συνδιατελοίσθην
Plural συνδιατελοίμεθα συνδιατελοῖσθε συνδιατελοῖντο
ImperativeSingular συνδιατελοῦ συνδιατελείσθω
Dual συνδιατελεῖσθον συνδιατελείσθων
Plural συνδιατελεῖσθε συνδιατελείσθων, συνδιατελείσθωσαν
Infinitive συνδιατελεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιατελουμενος συνδιατελουμενου συνδιατελουμενη συνδιατελουμενης συνδιατελουμενον συνδιατελουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • εἰ δὲ μηδέν ἐστι τελευτήσαντι, ἀλλ’ οὖν τοῦτόν γε τὸν χρόνον αὐτὸν τὸν πρὸ τοῦ θανάτου ἧττον τοῖσ παροῦσιν ἀηδὴσ ἔσομαι ὀδυρόμενοσ, ἡ δὲ ἄνοιά μοι αὕτη οὐ συνδιατελεῖ ‐ κακὸν γὰρ ἂν ἦν ‐ ἀλλ’ ὀλίγον ὕστερον ἀπολεῖται. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 573:2)

Synonyms

  1. to continue with to the end

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION