헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνδιαμνημονεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνδιαμνημονεύω συνδιαμνημονεύσω

형태분석: συν (접두사) + δια (접두사) + μνημονεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to call to remembrance along with or together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαμνημονεύω

συνδιαμνημονεύεις

συνδιαμνημονεύει

쌍수 συνδιαμνημονεύετον

συνδιαμνημονεύετον

복수 συνδιαμνημονεύομεν

συνδιαμνημονεύετε

συνδιαμνημονεύουσιν*

접속법단수 συνδιαμνημονεύω

συνδιαμνημονεύῃς

συνδιαμνημονεύῃ

쌍수 συνδιαμνημονεύητον

συνδιαμνημονεύητον

복수 συνδιαμνημονεύωμεν

συνδιαμνημονεύητε

συνδιαμνημονεύωσιν*

기원법단수 συνδιαμνημονεύοιμι

συνδιαμνημονεύοις

συνδιαμνημονεύοι

쌍수 συνδιαμνημονεύοιτον

συνδιαμνημονευοίτην

복수 συνδιαμνημονεύοιμεν

συνδιαμνημονεύοιτε

συνδιαμνημονεύοιεν

명령법단수 συνδιαμνημόνευε

συνδιαμνημονευέτω

쌍수 συνδιαμνημονεύετον

συνδιαμνημονευέτων

복수 συνδιαμνημονεύετε

συνδιαμνημονευόντων, συνδιαμνημονευέτωσαν

부정사 συνδιαμνημονεύειν

분사 남성여성중성
συνδιαμνημονευων

συνδιαμνημονευοντος

συνδιαμνημονευουσα

συνδιαμνημονευουσης

συνδιαμνημονευον

συνδιαμνημονευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαμνημονεύομαι

συνδιαμνημονεύει, συνδιαμνημονεύῃ

συνδιαμνημονεύεται

쌍수 συνδιαμνημονεύεσθον

συνδιαμνημονεύεσθον

복수 συνδιαμνημονευόμεθα

συνδιαμνημονεύεσθε

συνδιαμνημονεύονται

접속법단수 συνδιαμνημονεύωμαι

συνδιαμνημονεύῃ

συνδιαμνημονεύηται

쌍수 συνδιαμνημονεύησθον

συνδιαμνημονεύησθον

복수 συνδιαμνημονευώμεθα

συνδιαμνημονεύησθε

συνδιαμνημονεύωνται

기원법단수 συνδιαμνημονευοίμην

συνδιαμνημονεύοιο

συνδιαμνημονεύοιτο

쌍수 συνδιαμνημονεύοισθον

συνδιαμνημονευοίσθην

복수 συνδιαμνημονευοίμεθα

συνδιαμνημονεύοισθε

συνδιαμνημονεύοιντο

명령법단수 συνδιαμνημονεύου

συνδιαμνημονευέσθω

쌍수 συνδιαμνημονεύεσθον

συνδιαμνημονευέσθων

복수 συνδιαμνημονεύεσθε

συνδιαμνημονευέσθων, συνδιαμνημονευέσθωσαν

부정사 συνδιαμνημονεύεσθαι

분사 남성여성중성
συνδιαμνημονευομενος

συνδιαμνημονευομενου

συνδιαμνημονευομενη

συνδιαμνημονευομενης

συνδιαμνημονευομενον

συνδιαμνημονευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαμνημονεύσω

συνδιαμνημονεύσεις

συνδιαμνημονεύσει

쌍수 συνδιαμνημονεύσετον

συνδιαμνημονεύσετον

복수 συνδιαμνημονεύσομεν

συνδιαμνημονεύσετε

συνδιαμνημονεύσουσιν*

기원법단수 συνδιαμνημονεύσοιμι

συνδιαμνημονεύσοις

συνδιαμνημονεύσοι

쌍수 συνδιαμνημονεύσοιτον

συνδιαμνημονευσοίτην

복수 συνδιαμνημονεύσοιμεν

συνδιαμνημονεύσοιτε

συνδιαμνημονεύσοιεν

부정사 συνδιαμνημονεύσειν

분사 남성여성중성
συνδιαμνημονευσων

συνδιαμνημονευσοντος

συνδιαμνημονευσουσα

συνδιαμνημονευσουσης

συνδιαμνημονευσον

συνδιαμνημονευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαμνημονεύσομαι

συνδιαμνημονεύσει, συνδιαμνημονεύσῃ

συνδιαμνημονεύσεται

쌍수 συνδιαμνημονεύσεσθον

συνδιαμνημονεύσεσθον

복수 συνδιαμνημονευσόμεθα

συνδιαμνημονεύσεσθε

συνδιαμνημονεύσονται

기원법단수 συνδιαμνημονευσοίμην

συνδιαμνημονεύσοιο

συνδιαμνημονεύσοιτο

쌍수 συνδιαμνημονεύσοισθον

συνδιαμνημονευσοίσθην

복수 συνδιαμνημονευσοίμεθα

συνδιαμνημονεύσοισθε

συνδιαμνημονεύσοιντο

부정사 συνδιαμνημονεύσεσθαι

분사 남성여성중성
συνδιαμνημονευσομενος

συνδιαμνημονευσομενου

συνδιαμνημονευσομενη

συνδιαμνημονευσομενης

συνδιαμνημονευσομενον

συνδιαμνημονευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to call to remembrance along with or together

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION