고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: συνδιακομίζομαι
Structure: συνδιακομίζ (Stem) + ομαι (Ending)
| Middle/Passive | ||||
|---|---|---|---|---|
| 1st person | 2nd person | 3rd person | ||
| Indicative | Singular | συνδιακομίζομαι | συνδιακομίζει, συνδιακομίζῃ | συνδιακομίζεται |
| Dual | συνδιακομίζεσθον | συνδιακομίζεσθον | ||
| Plural | συνδιακομιζόμεθα | συνδιακομίζεσθε | συνδιακομίζονται | |
| Subjunctive | Singular | συνδιακομίζωμαι | συνδιακομίζῃ | συνδιακομίζηται |
| Dual | συνδιακομίζησθον | συνδιακομίζησθον | ||
| Plural | συνδιακομιζώμεθα | συνδιακομίζησθε | συνδιακομίζωνται | |
| Optative | Singular | συνδιακομιζοίμην | συνδιακομίζοιο | συνδιακομίζοιτο |
| Dual | συνδιακομίζοισθον | συνδιακομιζοίσθην | ||
| Plural | συνδιακομιζοίμεθα | συνδιακομίζοισθε | συνδιακομίζοιντο | |
| Imperative | Singular | συνδιακομίζου | συνδιακομιζέσθω | |
| Dual | συνδιακομίζεσθον | συνδιακομιζέσθων | ||
| Plural | συνδιακομίζεσθε | συνδιακομιζέσθων, συνδιακομιζέσθωσαν | ||
| Infinitive | συνδιακομίζεσθαι | |||
| Participle | Masculine | Feminine | Neuter | |
| συνδιακομιζομενος συνδιακομιζομενου | συνδιακομιζομενη συνδιακομιζομενης | συνδιακομιζομενον συνδιακομιζομενου | ||
| Middle/Passive | ||||
|---|---|---|---|---|
| 1st person | 2nd person | 3rd person | ||
| Indicative | Singular | ἐσυνδιακομιζόμην | ἐσυνδιακομίζου | ἐσυνδιακομίζετο |
| Dual | ἐσυνδιακομίζεσθον | ἐσυνδιακομιζέσθην | ||
| Plural | ἐσυνδιακομιζόμεθα | ἐσυνδιακομίζεσθε | ἐσυνδιακομίζοντο | |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기