Ancient Greek-English Dictionary Language

συνδιαβιβάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνδιαβιβάζω

Structure: συν (Prefix) + διαβιβάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to carry through or over together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιαβιβάζω συνδιαβιβάζεις συνδιαβιβάζει
Dual συνδιαβιβάζετον συνδιαβιβάζετον
Plural συνδιαβιβάζομεν συνδιαβιβάζετε συνδιαβιβάζουσιν*
SubjunctiveSingular συνδιαβιβάζω συνδιαβιβάζῃς συνδιαβιβάζῃ
Dual συνδιαβιβάζητον συνδιαβιβάζητον
Plural συνδιαβιβάζωμεν συνδιαβιβάζητε συνδιαβιβάζωσιν*
OptativeSingular συνδιαβιβάζοιμι συνδιαβιβάζοις συνδιαβιβάζοι
Dual συνδιαβιβάζοιτον συνδιαβιβαζοίτην
Plural συνδιαβιβάζοιμεν συνδιαβιβάζοιτε συνδιαβιβάζοιεν
ImperativeSingular συνδιαβίβαζε συνδιαβιβαζέτω
Dual συνδιαβιβάζετον συνδιαβιβαζέτων
Plural συνδιαβιβάζετε συνδιαβιβαζόντων, συνδιαβιβαζέτωσαν
Infinitive συνδιαβιβάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιαβιβαζων συνδιαβιβαζοντος συνδιαβιβαζουσα συνδιαβιβαζουσης συνδιαβιβαζον συνδιαβιβαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιαβιβάζομαι συνδιαβιβάζει, συνδιαβιβάζῃ συνδιαβιβάζεται
Dual συνδιαβιβάζεσθον συνδιαβιβάζεσθον
Plural συνδιαβιβαζόμεθα συνδιαβιβάζεσθε συνδιαβιβάζονται
SubjunctiveSingular συνδιαβιβάζωμαι συνδιαβιβάζῃ συνδιαβιβάζηται
Dual συνδιαβιβάζησθον συνδιαβιβάζησθον
Plural συνδιαβιβαζώμεθα συνδιαβιβάζησθε συνδιαβιβάζωνται
OptativeSingular συνδιαβιβαζοίμην συνδιαβιβάζοιο συνδιαβιβάζοιτο
Dual συνδιαβιβάζοισθον συνδιαβιβαζοίσθην
Plural συνδιαβιβαζοίμεθα συνδιαβιβάζοισθε συνδιαβιβάζοιντο
ImperativeSingular συνδιαβιβάζου συνδιαβιβαζέσθω
Dual συνδιαβιβάζεσθον συνδιαβιβαζέσθων
Plural συνδιαβιβάζεσθε συνδιαβιβαζέσθων, συνδιαβιβαζέσθωσαν
Infinitive συνδιαβιβάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιαβιβαζομενος συνδιαβιβαζομενου συνδιαβιβαζομενη συνδιαβιβαζομενης συνδιαβιβαζομενον συνδιαβιβαζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to carry through or over together

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION